-
1 καταχήνη
κατα-χήνη, ἡ, Spott, Hohn -
2 κατα-χαίνω
κατα-χαίνω (s. χαίνω), mit offenem Munde, mit lautem Gelächter verspotten, verhöhnen, τινός; Hesych. erkl. καταχήνῃ mit καταγελάσῃ.
-
3 κατα-χάσμησις
κατα-χάσμησις, ἡ, Erkl. von καταχήνη, VLL.
См. также в других словарях:
καταχήνη — καταχήνη, ἡ (Α) 1. περίγελος, εμπαιγμός κοροϊδία («ἆρ οὐ μεγάλη τοῡτ ἔστ ἀρχὴ καὶ τοῡ πλούτου καταχήνη;», Αριστοφ.) 2. (στον πληθ. ως κύριο όν.) Καταχῆναι τίτλος ενός δράματος επιγρ. 3. (κατά τον Ησύχ.) είδος φυλαχτού κατά τής βασκανίας, με σχήμα … Dictionary of Greek
καταχήνη — flouting fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταχήνῃ — καταχήνη flouting fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταχήνην — καταχήνη flouting fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταχήνης — καταχήνη flouting fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταχάσμησις — καταχάσμησις, ἡ (Α) [καταχασμώμαι] γλώσσα για το καταχήνη* … Dictionary of Greek