-
1 καταχήνη
καταχήνηflouting: fem nom /voc sg (attic epic ionic)——————καταχήνηflouting: fem dat sg (attic epic ionic) -
2 καταχήνη
καταχήνη, ἡ,II amulet in the shape of a locust offered in the Acropolis of Athens, Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καταχήνη
-
3 καταχήνῃ
Βλ. λ. καταχήνη -
4 καταχήνην
καταχήνηflouting: fem acc sg (attic epic ionic) -
5 καταχήνης
καταχήνηflouting: fem gen sg (attic epic ionic) -
6 καταχάσμησις
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καταχάσμησις
См. также в других словарях:
καταχήνη — καταχήνη, ἡ (Α) 1. περίγελος, εμπαιγμός κοροϊδία («ἆρ οὐ μεγάλη τοῡτ ἔστ ἀρχὴ καὶ τοῡ πλούτου καταχήνη;», Αριστοφ.) 2. (στον πληθ. ως κύριο όν.) Καταχῆναι τίτλος ενός δράματος επιγρ. 3. (κατά τον Ησύχ.) είδος φυλαχτού κατά τής βασκανίας, με σχήμα … Dictionary of Greek
καταχήνη — flouting fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταχήνῃ — καταχήνη flouting fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταχήνην — καταχήνη flouting fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταχήνης — καταχήνη flouting fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταχάσμησις — καταχάσμησις, ἡ (Α) [καταχασμώμαι] γλώσσα για το καταχήνη* … Dictionary of Greek