-
1 καταφυξιμος
-
2 καταφύξιμος
καταφύξιμος, ον,A to which one can fly for refuge, Plu.2.290c.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καταφύξιμος
-
3 καταφύξιμος
-
4 καταφύξιμον
καταφύξιμοςto which one can fly for refuge: masc /fem acc sgκαταφύξιμοςto which one can fly for refuge: neut nom /voc /acc sg
См. также в других словарях:
καταφύξιμος — καταφύξιμος, ον (Α) αυτός στον οποίο μπορεί να καταφύγει κάποιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + φύξιμος (< φύξις < θ. φυξ τού φεύγω)] … Dictionary of Greek
καταφύξιμον — καταφύξιμος to which one can fly for refuge masc/fem acc sg καταφύξιμος to which one can fly for refuge neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)