-
1 καταφυλλοροέω
1 shed leaves met., fade υἱὲ Φιλάνορος, ἤτοι καὶ τεά κεν ἀκλεὴς τιμὰ κατεφυλλορόησε(ν)ποδῶν O. 12.15
-
2 καταφυλλοροέω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καταφυλλοροέω
-
3 κατεφυλλορρόησε
καταφυλλοροέωshed the leaves: aor ind act 3rd sg -
4 κατεφυλλορρόησεν
καταφυλλοροέωshed the leaves: aor ind act 3rd sg -
5 κατεφυλλορόησε
καταφυλλοροέωshed the leaves: aor ind act 3rd sg -
6 κατεφυλλορόησεν
καταφυλλοροέωshed the leaves: aor ind act 3rd sg
См. также в других словарях:
κατεφυλλορρόησε — καταφυλλοροέω shed the leaves aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατεφυλλορρόησεν — καταφυλλοροέω shed the leaves aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατεφυλλορόησε — καταφυλλοροέω shed the leaves aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατεφυλλορόησεν — καταφυλλοροέω shed the leaves aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)