Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

καταφρῠάττομαι

См. также в других словарях:

  • καταφρυάττομαι — (Α) 1. φέρομαι υπερήφανα, αλαζονικά σε κάποιον 2. μτφ. φέρομαι με αναίδεια. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + φρυάττομαι «είμαι αλαζόνας»] …   Dictionary of Greek

  • καταφρυάττομαι — κατά φρυάσσομαι neigh pres ind mp 1st sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταφρύαγμα — καταφρύαγμα, τὸ (Α) [καταφρυάττομαι] υπερηφάνεια, αλαζονεία …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»