-
1 καταφορικώς
-
2 καταφορικῶς
-
3 κατα-φορικός
κατα-φορικός, ή, όν, 1) herabfahrend, herabstürzend, heftig darauflosfahrend, Sp., bes. Rhett. – 2) in tesen, betäubenden Schlaf verfallend, auch Schlafsucht verursachend, Medic. – Adv. καταφορικῶς, wird σφοδρῶς erkl., Suid.
См. также в других словарях:
καταφορικῶς — καταφορικός violent adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταφορικός — καταφορικός, ή, όν (Α) [κατάφορος] 1. σφοδρός, ορμητικός, υβριστικός 2. αυτός που νυστάζει, που έχει υπνηλία 3. αυτός που επιφέρει λήθαργο, υπνηλία. επίρρ... καταφορικῶς (Α) 1. σφοδρά, ορμητικά 2. (κατά τον Ησύχ.) με κένωση, με εκκένωση, με… … Dictionary of Greek