-
1 καταφορά
-
2 κατά-φορος
κατά-φορος, = καταφερής, Sp., vgl. Lob. zu Phryn. p. 439. Bei Arist. probl. 23, 41, l. d., im Ggstz von γαληνίζον, unruhig, v. l. καταφέρον u. καταφερόμενον. – Auch vom Schlaf (s. καταφορά), tief u. betäubend, Hesych.
-
3 κατ-ένεγξις
κατ-ένεγξις, ἡ, = καταφορά, Eust.
-
4 καίριος
καίριος, bei Soph. Phil. 633 u. oft in sp. Prosa 2 Endgn, – 1) vom Orte, am rechten Orte geschehend, den rechten Fleck treffend, τὸ καίριον, die Stelle am Leibe, wo eine Wunde tödtlich ist, vgl. Il. 8, 83 ἄκρην κὰκ κορυφὴν (βάλεν), ὅϑι τε πρῶται τρίχες ἵππων κρανίῳ ἐμπεφύασι, μάλιστα δὲ καίριόν ἐστιν u. 326; οὐκ ἐν καιρίῳ ὀξὺ πάγη βέλος, nicht an einer tödtlichen Stelle, 4, 185; οὔ τι βέλος κατὰ καίριον ἦλϑε 11, 439; so Xen. Equ. 12, 8 καιριώτατον. – Nach Hom. bes. καιρία πληγή, ein tödtlicher Streich, Todesstreich, πέπληγμαι καιρίαν πληγήν Aesch. Ag. 1316, wie ἐπεύχομαι δὲ καιρίας πληγῆς τυχεῖν 1265; καιρίους σφαγάς Eur. Phoen. 1440, u. Sp., wie Luc. Nigr. 55 βαϑεῖα καὶ καίριος ἡ πληγὴ ἐγένετο; D. Sic. 4, 16; καταφορά Pol. 2, 33, 3; ohne subst., καιρίῃ ἔδοξε τετύφϑαι Her. 3, 64; – καίριοι τόποι τοῦ σώματος Plut. Lac. apophth. Cleomen. p. 212; vgl. noch καίριον ἀστράγαλον ἐάγη Diod. 15 (VII, 632); – νοσήματα ἢ τρώματα, tödtlich, Hippocr. – 2) von der Zeit, zu rechter Zeit, schicklich, passend, treffend; τὰ καίρια λέγειν Aesch. Spt. 1. 601; σιγᾶν ϑ' ὅπου δεῖ καὶ λέγειν τὰ κ. Ch. 575; εἴ τι καίριον λέγεις Soph. Ant. 720; βλέπ' εἰ καίρια φϑἔγγει Phil. 850, wie Eur. I. A. 829; καιρίοισι συμφοραῖς Aesch. Ch. 1060; καίριος σπουδή Soph. Phil. 633; δρᾶν τὰ καίρια Ai. 120; φρονεῖν El. 221; καιρίαν δ' ἡμῖν ὁρῶ στείχουσαν Ἰοκάστην O. R. 631, daß Jok, zu rechter Zeit kommt, wie Eur. καίριος ἦλϑες El. 598; καιριωτέρα βουλή Heracl. 492; in Prosa, φροντίζων δὲ εὕρισκε ταῦτα καιριώτατα εἶναι Her. 1, 125, καὶ τὸ μέτριον Plat. Phil. 66 a, τοῦτο μάλιστα καιριώτατον γένοιτ' ἄν Tim. 51 d; einzeln bei SP. – 3) das Zeitliche, Vergängliche, neben ἀβέβαιος Strato 66 (XII, 224). – Adv., πολλῶν καιρίως εἰρημένων Aesch. Ag. 1345; καιρίως οὐτασμένος, tödtlich verwundet, Ag. 1317, wie κ. πατάξαι Pol. 11, 18, 4, πληγείς 2, 69, 2; – καιριωτέρως παρεῖναι Xen. Cyr. 4, 5, 49.
-
5 κάρος
κάρος, τό u. ὁ, tiefer Schlaf u. Starrsucht, Medic.; ἐν κάρῳ κείμενος Strab. XI, 8, 5; κάρος ἐπέπεσεν αὐτῷ Hdn. 1, 17, 20; ὑπνώδης, neben καταφορά, Plut. Anton. 72; der Schwindel, κάρος δέ μιν ἀμφεκάλυψε πορφύρεος Ap. Rh. 2, 203, Schol. σκότωσις; vgl. Arist. probl. 3, 18; κάρον ἐμποιῶν καὶ ἔκλυσιν S. Emp. adv. mus. 22.
-
6 μέρμηρα
μέρμηρα, ἡ, poet. = μέριμνα (μέρος, μέρμερος), die Sorge, der Kummer; ἄμπαυμα μερμηράων, Erholung von den Sorgen, Hes. Th. 55; Theogn. 1325. – Schol. Ar. Vesp. 5 erkl. ἡ εἰς ὕπνον καταφορὰ περὶ τὴν ἕω.
-
7 κατάφορος
κατά-φορος, im Ggstz von γαληνίζον, unruhig. Auch vom Schlaf (s. καταφορά), tief u. betäubend
См. также в других словарях:
καταφορά — καταφορά̱ , καταφορά conveyance fem nom/voc/acc dual καταφορά̱ , καταφορά conveyance fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταφορᾷ — καταφορά conveyance fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταφορά — ἡ (AM καταφορά) [καταφέρω] η προς τα κάτω φορά, η καταβίβαση, το κατέβασμα νεοελλ. ιατρ. κατάσταση βαθιάς νάρκης μεταξύ ληθάργου και κώματος, ληθαργική προσβολή νεοελλ. μσν. έντονη έκφραση δυσμένειας, κατάκριση, αποδοκιμασία, δυσμενής κριτική,… … Dictionary of Greek
καταφορά — η 1. φορά προς τα κάτω, κατέβασμα. 2. εχθρική εκδήλωση, επίκριση, κατακραυγή: Η καταφορά των απεργών εναντίον του εργατικού νομοσχεδίου. 3. (ιατρ.), είδος βαθιάς νάρκης μεταξύ κώματος και λήθαργου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κατάφορα — κατάφορος rushing down neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταφοράν — καταφορά̱ν , καταφορά conveyance fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταφοράς — καταφορά̱ς , καταφορά conveyance fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταφοραῖς — καταφορά conveyance fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταφοραί — καταφορά conveyance fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταφορᾶς — καταφορά conveyance fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταφορῆς — καταφορά conveyance fem gen sg (epic ionic) καταφορέω carry down pres ind act 2nd sg (doric) καταφορέω carry down pres ind act 2nd sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)