-
1 καταυλώ
καταυλέωcharm by flute-playing: pres subj act 1st sg (attic epic doric)καταυλέωcharm by flute-playing: pres ind act 1st sg (attic epic doric)καταυλέωcharm by flute-playing: pres subj act 1st sg (attic epic doric)καταυλέωcharm by flute-playing: pres ind act 1st sg (attic epic doric) -
2 καταυλῶ
καταυλέωcharm by flute-playing: pres subj act 1st sg (attic epic doric)καταυλέωcharm by flute-playing: pres ind act 1st sg (attic epic doric)καταυλέωcharm by flute-playing: pres subj act 1st sg (attic epic doric)καταυλέωcharm by flute-playing: pres ind act 1st sg (attic epic doric)
См. также в других словарях:
καταυλώ — καταυλῶ, έω (Α) (επιτ. τ. τού αυλώ*) 1. ευχαριστώ, τέρπω κάποιον παίζοντας αυλό ή τραγουδώντας 2. παίζω στον αυλό 3. κάνω έναν τόπο να αντηχεί από τον αυλό 4. γεμίζω κάτι με φόβο 5. παθ. καταυλοῡμαι, έομαι α) διασκεδάζω ακούγοντας τη μουσική τού… … Dictionary of Greek
καταυλῶ — καταυλέω charm by flute playing pres subj act 1st sg (attic epic doric) καταυλέω charm by flute playing pres ind act 1st sg (attic epic doric) καταυλέω charm by flute playing pres subj act 1st sg (attic epic doric) καταυλέω charm by flute playing … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταύλησις — καταύλησις, ἡ (Α) [καταυλώ] 1. το παίξιμο τού αυλού 2. το να θέλγει ή να θέλγεται κανείς με τον αυλό … Dictionary of Greek
προκαταυλώ — έω, Α 1. καταπραΰνω κάτι με αύληση εκ τών προτέρων 2. γεν. καταπραΰνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + καταυλῶ «τέρπω, καταπραΰνω παίζοντας αυλό»] … Dictionary of Greek