-
1 κατατομή
-
2 κατατομῇ
-
3 κατατομη
-
4 κατατομή
κατατομήincision: fem nom /voc sg (attic epic ionic) -
5 κατατομή
κατατομή, ἡ,A incision, notch, groove, Thphr.HP4.8.10, Sm.Je.31 (48).37; uncarved, smooth,IG
12.372.134, cf. 373.231: pl., Artem.1.67.2 face of rock,ἐπέγραψεν ἐπὶ τὴν κ. τῆς πέτρας Philoch.138
; μέταλλον καὶ κ. perh. a mine and a quarry-face, IG22.1582.70.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κατατομή
-
6 κατατομή
κατατομή, ῆς, ἡ (s. τέμνω; Theophr., HP 4, 8, 12; Synes., Ep. 15 p. 272d; Eutecnius p. 23, 28; CIG I 160, 27f; Jer 48:37 Sym.; ‘incision, notch’, etc.) mutilation, cutting in pieces w. περιτομή in wordplay, prob. to denote those for whom circumcision results in (spiritual) destruction Phil 3:2 (for similar wordplay cp. Diog. L. 6, 24 τ. μὲν Εὐκλείδου σχολὴν ἔλεγε χολήν, τ. δὲ Πλάτωνος διατριβὴν κατατριβήν).—DELG s.v. τέμνω. M-M. TW. -
7 κατατομή
{сущ., 1}увечье, разрезание, вырезка, разрез; саркастически об обрезании ап. Павел использует в этом случае игру слов с 4061 ( περιτομή), обличая тех, для которых обрезание становится духовным увечьем (Флп. 3:2).*▲ ключ.сл.Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > κατατομή
-
8 κατατομή
{сущ., 1}увечье, разрезание, вырезка, разрез; саркастически об обрезании ап. Павел использует в этом случае игру слов с 4061 ( περιτομή), обличая тех, для которых обрезание становится духовным увечьем (Флп. 3:2).*▲ ключ.сл.Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > κατατομή
-
9 κατατομή
η1) сечение, разрез; 2) профиль -
10 κατατομή
увечье, разрезание, вырезка, разрез; (саркастически об обрезании, ап. Павел использует в этом случае игру слов с περιτομή, обличая тех, для которых обрезание становится духовным увечьем).Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > κατατομή
-
11 κατατομή
κατα-τομή, ἡ, das Zerschneiden, Zerhauen, der Einschnitt. Im griech. Theater, ein Gang -
12 κατατομή
profil -
13 κατατομαί
κατατομήincision: fem nom /voc pl -
14 κατατομήν
κατατομήincision: fem acc sg (attic epic ionic) -
15 κατατομήι
-
16 κατατομῆι
-
17 κατατομής
-
18 κατατομῆς
-
19 κατατομαίς
-
20 κατατομαῖς
- 1
- 2
См. также в других словарях:
κατατομῇ — κατατομή incision fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατατομή — incision fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατατομή — η (AM κατατομή) [κατατέμνω] η από τα πλάγια όψη ενὸς προσώπου ή αντικειμένου, το προφίλ, σε αντιδιαστολή προς την κατά πρόσωπο όψη νεοελλ. 1. (για οικοδόμημα, κόσμημα, σκεύος κ.λπ.) κατακόρυφη τομή που γίνεται για να παρασταθεί το εσωτερικό ή τα… … Dictionary of Greek
κατατομή — η 1. κατακόρυφη τομή οικοδομήματος, πλοίου κ.ά: Μας έδειξε την κατατομή του πλοίου. 2. η όψη προσώπου ή πράγματος από τα πλάγια, προφίλ: Έτσι είναι η κατατομή του προσώπου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κατατομῆι — κατατομῇ , κατατομή incision fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατατομαῖς — κατατομή incision fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατατομαί — κατατομή incision fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατατομῆς — κατατομή incision fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατατομήν — κατατομή incision fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατατομῶν — κατατομή incision fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποταμός — Στη φυσική γεωγραφία είναι υδάτινο ρεύμα, που χαρακτηρίζεται από μία σχετική συνέχεια και σταθερότητα τροφοδοσίας και με τομή κοίτης, γενικά, αρκετά ομαλή. Συνήθως αντιδιαστέλλεται από τον χείμαρρο, που έχει πιο ανώμαλους και απότομους… … Dictionary of Greek