Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

κατατηξίτεχνος

См. также в других словарях:

  • κατατηξίτεχνος — κατατηξίτεχνος, ον (Α) (ως επίθ. τού Καλλιμάχου) αυτός που δεν εργάζεται καλά, που εξευτελίζει την τέχνη του. [ΕΤΥΜΟΛ. Αν η γρφ. δεν είναι λανθασμένη, πρόκειται για σύνθ. τού τύπου τερψί μβροτος < κατα τηξι (< κατα τήκω με μεταφορική σημ.… …   Dictionary of Greek

  • κατατηξίτεχνον — κατατηξίτεχνος enfeebling his art masc/fem acc sg κατατηξίτεχνος enfeebling his art neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»