-
1 κατατετραίνω
κατατετραίνω, found as [tense] pres. only in the form [suff] καταταρτᾰρ-τιτράω Gal.11.402: [tense] aor. 1 - έτρησα Plu.2.689c:—A bore through, perforate, ll.cc.: usu. in [tense] pf. [voice] Pass., σήραγγας κατατετρημένας cavities bored through it, Pl.Ti. 70c, cf. Str.15.1.36;ὁ πλεύμων πόροις κατατέτρηται Plu.2.699a
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κατατετραίνω
-
2 κατατιτράω
A v. κατατετραίνω.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κατατιτράω
См. также в других словарях:
κατατετραίνω — και κατατιτραίνω (Α) διατρυπώ, κατατρυπώ («κατέτρησα τὴν σάρκα», Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + τετραίνω «τρυπώ»] … Dictionary of Greek
ακατάτρητος — ἀκατάτρητος, ον (Α) [κατατετραίνω] αυτός που δεν έχει τρυπηθεί ή που δεν έχει τρύπα, κοιλότητα «ἀκατάτρητον ὀστοῡν» (Γαλην. 4, 522 d) … Dictionary of Greek
κατατιτρώ — κατατιτρῶ, άω (Α) κατατετραίνω*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + τιτρῶ «διατρυπώ»] … Dictionary of Greek