-
1 καταταχύναι
-
2 καταταχῦναι
См. также в других словарях:
καταταχῦναι — κατά ταχύνω make quickly aor inf act … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 καταταχύναι
2 καταταχῦναι
καταταχῦναι — κατά ταχύνω make quickly aor inf act … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)