-
1 κατασχεδιάζω
κατασχεδιάζωaffirm rashly of: pres subj act 1st sgκατασχεδιάζωaffirm rashly of: pres ind act 1st sg -
2 κατασχεδιάζω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κατασχεδιάζω
-
3 κατασχεδιάσω
κατασχεδιάζωaffirm rashly of: aor subj act 1st sgκατασχεδιάζωaffirm rashly of: fut ind act 1st sgκατασχεδιάζωaffirm rashly of: aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) -
4 κατασχεδιάζειν
κατασχεδιάζωaffirm rashly of: pres inf act (attic epic)
См. также в других словарях:
κατασχεδιάζω — affirm rashly of pres subj act 1st sg κατασχεδιάζω affirm rashly of pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατασχεδιάζω — (Α) 1. βεβαιώνω με προχειρότητα, απερίσκεπτα κάτι 2. σχεδιάζω, μηχανεύομαι προχείρως, κάτι εναντίον κάποιου 3. (κατά τον Ησύχ.) «κατασχεδιάσω καταφλυαρήσω, ψεύσομαι» … Dictionary of Greek
κατασχεδιάσω — κατασχεδιάζω affirm rashly of aor subj act 1st sg κατασχεδιάζω affirm rashly of fut ind act 1st sg κατασχεδιάζω affirm rashly of aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατασχεδιάζειν — κατασχεδιάζω affirm rashly of pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)