Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

κατασχεδιάζω

См. также в других словарях:

  • κατασχεδιάζω — affirm rashly of pres subj act 1st sg κατασχεδιάζω affirm rashly of pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατασχεδιάζω — (Α) 1. βεβαιώνω με προχειρότητα, απερίσκεπτα κάτι 2. σχεδιάζω, μηχανεύομαι προχείρως, κάτι εναντίον κάποιου 3. (κατά τον Ησύχ.) «κατασχεδιάσω καταφλυαρήσω, ψεύσομαι» …   Dictionary of Greek

  • κατασχεδιάσω — κατασχεδιάζω affirm rashly of aor subj act 1st sg κατασχεδιάζω affirm rashly of fut ind act 1st sg κατασχεδιάζω affirm rashly of aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατασχεδιάζειν — κατασχεδιάζω affirm rashly of pres inf act (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»