-
1 κατασφιγγω
См. также в других словарях:
κατασφίγγω — (AM) μσν. 1. σφίγγω καλά, δυνατά 2. περισφίγγω, περικυκλώνω 3. καταπιέζω, εξαναγκάζω αρχ. σφίγγω κάτι ισχυρά, στερεώνω, εφαρμόζω στενά («ποδήρης χιτών... κατεσφιγμένος», Ιώσ.) … Dictionary of Greek
стягиваю — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;} глаг. (греч. συσφίγγω) связываю; (περισφίγγω) обвязываю,… … Словарь церковнославянского языка
κατάσφιγκτος — η, ο [κατασφίγγω] κατάσφιχτος* … Dictionary of Greek
κατάσφιγξις — κατάσφιγξις, ἡ (Μ) [κατασφίγγω] 1. ισχυρή πίεση 2. μτφ. ψυχική θλίψη … Dictionary of Greek
κατάσφιχτος — και κατάσφιγκτος, η, ο (Μ κατάσφιγκτος, ον) [κατασφίγγω] πάρα πολύ σφιγμένος, σφιχτοδεμένος … Dictionary of Greek