Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

κατασφίγγω

См. также в других словарях:

  • κατασφίγγω — (AM) μσν. 1. σφίγγω καλά, δυνατά 2. περισφίγγω, περικυκλώνω 3. καταπιέζω, εξαναγκάζω αρχ. σφίγγω κάτι ισχυρά, στερεώνω, εφαρμόζω στενά («ποδήρης χιτών... κατεσφιγμένος», Ιώσ.) …   Dictionary of Greek

  • стягиваю — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;}  глаг. (греч. συσφίγγω) связываю; (περισφίγγω) обвязываю,… …   Словарь церковнославянского языка

  • κατάσφιγκτος — η, ο [κατασφίγγω] κατάσφιχτος* …   Dictionary of Greek

  • κατάσφιγξις — κατάσφιγξις, ἡ (Μ) [κατασφίγγω] 1. ισχυρή πίεση 2. μτφ. ψυχική θλίψη …   Dictionary of Greek

  • κατάσφιχτος — και κατάσφιγκτος, η, ο (Μ κατάσφιγκτος, ον) [κατασφίγγω] πάρα πολύ σφιγμένος, σφιχτοδεμένος …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»