Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

καταστένω

См. также в других словарях:

  • καταστένω — sigh over pres subj act 1st sg καταστένω sigh over pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταστένω — (Α) στενάζω για κάποιον ή για κάτι, θρηνώ, κλαίω κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + στένω (< στένω «στενάζω»), πρβλ. μετα στένω, περι στένω] …   Dictionary of Greek

  • καταστενώ — καταστενῶ, όω (Α) 1. κάνω εντελώς στενό, περιορίζω εντελώς σε στενό χώρο, συστέλλω, εγκλείω, κλείνω μέσα 2. (ο παθ. παρακμ.) κατεστένωμαι είμαι πολύ στενός, έχω πολύ στενές εισόδους ή εξόδους 3. παθ. μτφ. καταστενοῡμαι, όομαι βρίσκομαι σε… …   Dictionary of Greek

  • καταστενόντων — καταστένω sigh over pres part act masc/neut gen pl καταστένω sigh over pres imperat act 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταστένει — καταστένω sigh over pres ind mp 2nd sg καταστένω sigh over pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατέστενον — καταστένω sigh over imperf ind act 3rd pl καταστένω sigh over imperf ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταστένειν — καταστένω sigh over pres inf act (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταστένεις — καταστένω sigh over pres ind act 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταστένων — καταστένω sigh over pres part act masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατέστενε — καταστένω sigh over imperf ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατέστενεν — καταστένω sigh over imperf ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»