Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

καταστύφω

См. также в других словарях:

  • καταστύφω — (Α) 1. κάνω κάτι πολύ στυφό 2. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) κατεστυμμένος, η, ον (για πρόσ.) μτφ. δύστροπος, δύσκολος 3. (το ουδ. μτχ. παθ. παρακμ. ως ουσ.) τo κατεστυμμένον μτφ. η στυφότητα, η αυστηρότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + στύφω «είμαι …   Dictionary of Greek

  • καταστύφω — καταστύ̱φω , καταστύφω astringe pres subj act 1st sg καταστύ̱φω , καταστύφω astringe pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταστύφοντα — καταστύ̱φοντα , καταστύφω astringe pres part act neut nom/voc/acc pl καταστύ̱φοντα , καταστύφω astringe pres part act masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατεστυμμένον — κατεστῡμμένον , καταστύφω astringe perf part mp masc acc sg κατεστῡμμένον , καταστύφω astringe perf part mp neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατεστυμμένων — κατεστῡμμένων , καταστύφω astringe perf part mp fem gen pl κατεστῡμμένων , καταστύφω astringe perf part mp masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατεστυμμένη — κατεστῡμμένη , καταστύφω astringe perf part mp fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατεστυμμένος — κατεστῡμμένος , καταστύφω astringe perf part mp masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατεστυμμένῳ — κατεστῡμμένῳ , καταστύφω astringe perf part mp masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατέστυψεν — κατέστῡψεν , καταστύφω astringe aor ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»