-
1 καταστατικος
3успокаивающий, унимающий, утоляющий -
2 καταστατικός
η, ό[ν] относящийся к уставу, статуту; уставный;ο καταστατικός (χάρτης) — статут;
καταστατικόςά δικαιώματα και υποχρεώσεις — права и обязанности, вытекающие из устава
-
3 καταστατικός
2 = ἀποκαταστατικός 1,μοῖρα τοῦ Ἡλίου Rhetor.
in Cat.Cod.Astr.8(1).247.3 -κόν, τό, perh. banker's charge for weighing, PPetr.3p.191 (iii B.C.). Adv. -κῶς, = ἀνηπλωμένως καὶ ἀφηγηματικῶς, Aps. p.243 H., al.: [comp] Comp. - ώτερον, διηγεῖσθαι Sch.E.Hipp. 392; διαβάλλειν ib. 616.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καταστατικός
-
4 καταστατικός
κατα-στατικός, ή, όν, festzustellen, zu beruhigen geschickt, besänftigend -
5 καταστατικά
καταστατικόςfitted for calming: neut nom /voc /acc plκαταστατικά̱, καταστατικόςfitted for calming: fem nom /voc /acc dualκαταστατικά̱, καταστατικόςfitted for calming: fem nom /voc sg (doric aeolic) -
6 καταστατικώτερον
καταστατικόςfitted for calming: adverbial compκαταστατικόςfitted for calming: masc acc comp sgκαταστατικόςfitted for calming: neut nom /voc /acc comp sg -
7 καταστατικόν
καταστατικόςfitted for calming: masc acc sgκαταστατικόςfitted for calming: neut nom /voc /acc sg -
8 καταστατικαί
καταστατικόςfitted for calming: fem nom /voc pl -
9 καταστατική
καταστατικόςfitted for calming: fem nom /voc sg (attic epic ionic) -
10 καταστατικώτεραι
καταστατικόςfitted for calming: fem nom /voc comp pl -
11 χάρτης
ο1) бумага;χάρτης επιστολικός — почтовая бумага;
χάρτης δημοσιογραφίκός — бумага для газет и журналов;
χάρτης απορροφητικός — промокательная бумага;
σφραγιστός χάρτης — гербовая бумага;
χάρτης κηρωτός — пергамент;
χάρτης δοκιμαστικός — лакмусовая бумажка;
χάρτης φωτογραφικός — фотобумага;
χάρτης (συμ)πεπιεσμένος — папье-маше;
εργοστάσιο χάρτου — бумажная фабрика;
βιομηχανία χάρτου — бумажная промышленность;
2) карта (географическая и т. п.);3) хартия;συνταγματικός χάρτης — конституция;
καταστατικός χάρτης — а) конституция; — б) устав
-
12 καταστατική
-
13 καταστατικῇ
-
14 καταστατικαίς
-
15 καταστατικαῖς
-
16 καταστατικώ
-
17 καταστατικῷ
-
18 καταστατικώς
-
19 καταστατικῶς
-
20 καταστατικάς
καταστατικά̱ς, καταστατικόςfitted for calming: fem acc pl
- 1
- 2
См. также в других словарях:
καταστατικός — ή, ό (Α καταστατικός, ή, όν) νεοελλ. 1. αυτός που ιδρύει, που ρυθμίζει μια κατάσταση ή που αναφέρεται σε κάποια κατάσταση 2. φρ. «καταστατικός χάρτης» ο οργανικός νόμος με τον οποίο ιδρύεται κάτι («καταστατικός χάρτης τού ΟΗΕ») 3. το ουδ. ως ουσ … Dictionary of Greek
καταστατικός — ή, ό αυτός που ρυθμίζει κάποια κατάσταση ή αναφέρεται σ αυτή: Σύνταξαν τον καταστατικό χάρτη της χώρας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
καταστατικά — καταστατικός fitted for calming neut nom/voc/acc pl καταστατικά̱ , καταστατικός fitted for calming fem nom/voc/acc dual καταστατικά̱ , καταστατικός fitted for calming fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταστατικώτερον — καταστατικός fitted for calming adverbial comp καταστατικός fitted for calming masc acc comp sg καταστατικός fitted for calming neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταστατικόν — καταστατικός fitted for calming masc acc sg καταστατικός fitted for calming neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταστατικαῖς — καταστατικός fitted for calming fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταστατικαί — καταστατικός fitted for calming fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταστατικῇ — καταστατικός fitted for calming fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταστατική — καταστατικός fitted for calming fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταστατικῶς — καταστατικός fitted for calming adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταστατικῷ — καταστατικός fitted for calming masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)