-
1 κατασπέρχον
κατασπέρχωurge on: pres part act masc voc sgκατασπέρχωurge on: pres part act neut nom /voc /acc sg -
2 κατασπέρχω
A urge on, λῃστὰς δορί with a spear, Ar.Ach. 1188;ἐλάτῃσι νῆα Opp.H.4.91
; ὁ ἄνεμος ἰσχυρῶς -έσπερχε drove [them] on, D.C.41.46; κατασπέρχον, of circumstances, urgent, pressing, Th.4.126:—[voice] Pass., to be driven on, J.BJ4.2.4.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κατασπέρχω
См. также в других словарях:
κατασπέρχον — κατασπέρχω urge on pres part act masc voc sg κατασπέρχω urge on pres part act neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατασπέρχω — (Α) 1. αναγκάζω κάποιον να προχωρεί γρήγορα 2. (για άνεμο) πνέω με ορμή 3. (το ουδ. μτχ. ενεστ. ως ουσ.) τo κατασπέρχον υπόθεση που δεν επιδέχεται αναβολή 4. παθ. κατασπέρχομαι επείγομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + σπέρχω «θέτω σε γρήγορη κίνηση»] … Dictionary of Greek