-
1 κατασκοπώ
κατασκοπέωview closely: pres subj act 1st sg (attic epic doric)κατασκοπέωview closely: pres ind act 1st sg (attic epic doric)κατασκοπέωview closely: pres subj act 1st sg (attic epic doric)κατασκοπέωview closely: pres ind act 1st sg (attic epic doric) -
2 κατασκοπῶ
κατασκοπέωview closely: pres subj act 1st sg (attic epic doric)κατασκοπέωview closely: pres ind act 1st sg (attic epic doric)κατασκοπέωview closely: pres subj act 1st sg (attic epic doric)κατασκοπέωview closely: pres ind act 1st sg (attic epic doric) -
3 κατασκόπω
κατάσκοποςone who reconnoitres: masc nom /voc /acc dualκατάσκοποςone who reconnoitres: masc gen sg (doric aeolic)——————κατάσκοποςone who reconnoitres: masc dat sg -
4 κατασκόπῳ
Βλ. λ. κατασκόπω -
5 κατασκόπωι
κατασκόπῳ, κατάσκοποςone who reconnoitres: masc dat sg
См. также в других словарях:
κατασκοπώ — κατασκοπῶ, έω (Α) [κατάσκοπος] 1. παρατηρώ από κοντά, εξετάζω, ερευνώ προσεκτικά 2. κατασκοπεύω 3. μέσ. κατασκοποῡμαι, έομαι παρατηρώ με προσοχή, κοιτάζω καλά … Dictionary of Greek
κατασκοπῶ — κατασκοπέω view closely pres subj act 1st sg (attic epic doric) κατασκοπέω view closely pres ind act 1st sg (attic epic doric) κατασκοπέω view closely pres subj act 1st sg (attic epic doric) κατασκοπέω view closely pres ind act 1st sg (attic epic … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατασκόπω — κατάσκοπος one who reconnoitres masc nom/voc/acc dual κατάσκοπος one who reconnoitres masc gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατασκόπῳ — κατάσκοπος one who reconnoitres masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατασκόπωι — κατασκόπῳ , κατάσκοπος one who reconnoitres masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ακατάσκοπος — ἀκατάσκοπος, ον (AM) [κατασκοπῶ] αρχ. εκείνος, τον οποίο δεν μπορεί να δει κανείς (Κλήμ. Μ. 8.657b) μσν. 1. εκείνος που δεν φαίνεται, ο απαρατήρητος «ἐν ἀκατασκόπῳ βαπτίσαι αὐτὴν δυνηθῶμεν» 2. ανέλπιστος, απροσδόκητος … Dictionary of Greek
ακατασκόπητος — ἀκατασκόπητος, ον (Α) [κατασκοπῶ] εκείνος, τον οποίο δεν μπορεί κανείς να ατενίσει, να κοιτάξει κατά πρόσωπο «ἀκατασκόπητος αὐγή» (Γρηγ. Ναζ.) … Dictionary of Greek
επικατασκοπώ — ἐπικατασκοπῶ, έω (Α) επιθεωρώ, επισκοπώ πλήρως. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + κατασκοπώ «εξετάζω» (< κατάσκοπος)] … Dictionary of Greek
κατασκέπτομαι — (Α) κατασκοπώ*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + σκέπτομαι «εξετάζω, θεωρώ»] … Dictionary of Greek
κατασκόπησις — κατασκόπησις, ἡ (Μ) [κατασκοπώ] η προσεκτική εξέταση … Dictionary of Greek
προκατασκοπώ — έω, Μ [κατασκοπῶ] παρατηρώ, εξετάζω με προσοχή, κατασκοπεύω εκ τών προτέρων … Dictionary of Greek