-
1 κατασκοπής
κατασκοπέωview closely: pres ind act 2nd sg (doric)κατασκοπέωview closely: pres ind act 2nd sg (doric)κατασκοπήviewing closely: fem gen sg (attic epic ionic) -
2 κατασκοπῆς
κατασκοπέωview closely: pres ind act 2nd sg (doric)κατασκοπέωview closely: pres ind act 2nd sg (doric)κατασκοπήviewing closely: fem gen sg (attic epic ionic) -
3 εφεδρεια
ἥ1) сидение(ἐπὴ τοῖς δένδρεσι, ἐπὴ τοῖς ᾠοῖς Arst.)
2) засада3) ( о готовых к состязанию борцах) ожидание очереди(πυκτῶν καὴ παλαιστῶν Plat.)
4) вспомогательные отряды, резервы(ἐφεδρείαν ἀπολιπεῖν ἐν τῇ πόλει Polyb.)
-
4 κατασκοπη
ἥ осмотр, наблюдение, разведкаπέμπειν κατασκοπῆς ἕνεκα или ἐπὴ κατασκοπῇ Xen., тж. εἰς κατασκοπήν Soph. и ἐπὴ τέν κατασκοπήν Polyb. — посылать для наблюдения или разведки;
οἱ πρέσβεις ἦλθον αὐτοῖς εἰς τέν κατασκοπέν τῶν χρημάτων Thuc. — (афинские) послы прибыли к ним для осмотра (их) богатств;κατασκοπαῖς χρᾶσθαι Thuc. — организовывать разведку;κατασκοπέν ὑποστῆναι Plut. — отправиться на разведку -
5 κατασκοπή
κατασκοπ-ή, ἡ,A viewing closely, spying,πέμπειν τινὰ εἰς κατασκοπήν S.Ph.45
;μολεῖν εἰς κ. E.Ba. 838
;ἐπὶ κατασκοπήν X.Cyr.6.2.9
, cf. HG1.4.11, Arist.Ath. Fr.4, Plb.3.95.8;ἐπὶ-σκοπῇ τῶν πραγμάτων Aeschin.2.28
;κατασκοπῆς ἕνεκα X.An.7.4.13
;ἔχειν κ. Plu.Fab.12
;κατασκοπαῖς χρωμένους Th.6.34
; ἐς τὴν κ. τῶν χρημάτων to inspect the money, ib.46.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κατασκοπή
См. также в других словарях:
κατασκοπῆς — κατασκοπέω view closely pres ind act 2nd sg (doric) κατασκοπέω view closely pres ind act 2nd sg (doric) κατασκοπή viewing closely fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατελαύνω — (Α) 1. οδηγώ προς τα κάτω, κατεβάζω («δέκα δὲ κατήλαυνον εἴσω κατασκοπῆς εἵνεκα», Πλούτ.) 2. σπρώχνω, τραβώ προς τα κάτω 3. συνουσιάζομαι παράνομα 4. (κατά τον Ησύχ.) «κατελάσαι κατατῆξαι». [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ἐλαύνω «οδηγώ»] … Dictionary of Greek