Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

κατασκοπῆς

См. также в других словарях:

  • κατασκοπῆς — κατασκοπέω view closely pres ind act 2nd sg (doric) κατασκοπέω view closely pres ind act 2nd sg (doric) κατασκοπή viewing closely fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατελαύνω — (Α) 1. οδηγώ προς τα κάτω, κατεβάζω («δέκα δὲ κατήλαυνον εἴσω κατασκοπῆς εἵνεκα», Πλούτ.) 2. σπρώχνω, τραβώ προς τα κάτω 3. συνουσιάζομαι παράνομα 4. (κατά τον Ησύχ.) «κατελάσαι κατατῆξαι». [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ἐλαύνω «οδηγώ»] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»