Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

κατασκηνώσῃ

  • 1 κατασκηνώση

    κατασκηνώσηι, κατασκήνωσις
    encamping: fem dat sg (epic)
    κατασκηνάω
    pres part act fem dat sg (attic epic ionic)
    κατασκηνάω
    pres part act fem dat sg (attic epic ionic)
    κατασκηνόω
    take up one's quarters: aor subj mid 2nd sg
    κατασκηνόω
    take up one's quarters: aor subj act 3rd sg
    κατασκηνόω
    take up one's quarters: fut ind mid 2nd sg
    κατασκηνόω
    take up one's quarters: aor subj mid 2nd sg
    κατασκηνόω
    take up one's quarters: aor subj act 3rd sg
    κατασκηνόω
    take up one's quarters: fut ind mid 2nd sg

    Morphologia Graeca > κατασκηνώση

  • 2 κατασκηνώσῃ

    κατασκηνώσηι, κατασκήνωσις
    encamping: fem dat sg (epic)
    κατασκηνάω
    pres part act fem dat sg (attic epic ionic)
    κατασκηνάω
    pres part act fem dat sg (attic epic ionic)
    κατασκηνόω
    take up one's quarters: aor subj mid 2nd sg
    κατασκηνόω
    take up one's quarters: aor subj act 3rd sg
    κατασκηνόω
    take up one's quarters: fut ind mid 2nd sg
    κατασκηνόω
    take up one's quarters: aor subj mid 2nd sg
    κατασκηνόω
    take up one's quarters: aor subj act 3rd sg
    κατασκηνόω
    take up one's quarters: fut ind mid 2nd sg

    Morphologia Graeca > κατασκηνώσῃ

  • 3 κατασκήνωση

    camping

    Ελληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > κατασκήνωση

См. также в других словарях:

  • κατασκήνωση — η το να κατασκηνώνει ή να έχει κατασκηνώσει κανείς κάπου, ο τόπος όπου έχουν στηθεί οι σκηνές: Πηγαίναμε κάθε χρόνο κατασκήνωση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κατασκήνωση — η (AM κατασκήνωσις [κατασκηνώ (III)] 1. το να έχει κάποιος κατασκηνώσει κάπου, η εγκατάσταση σε σκηνή 2. τόπος όπου τοποθετούνται σκηνές νεοελλ. φρ. «παιδικές κατασκηνώσεις» και «μαθητικές κατασκηνώσεις» εγκαταστάσεις σε εξοχικό χώρο, όπου… …   Dictionary of Greek

  • κατασκηνώσῃ — κατασκηνώσηι , κατασκήνωσις encamping fem dat sg (epic) κατασκηνάω pres part act fem dat sg (attic epic ionic) κατασκηνάω pres part act fem dat sg (attic epic ionic) κατασκηνόω take up one s quarters aor subj mid 2nd sg κατασκηνόω take up one s… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • έμφυση — η (Α ἔμφυσις) εμφύτευση, παρεμβολή, ανάπτυξη νεοελλ. ιατρ. «έμφυση ή εμφύτευση ή κατασκήνωση ωού» η διείσδυση τού γονιμοποιημένου ωαρίου μέσα στο βλεννογόνο τής μήτρας για περαιτέρω ανάπτυξη αρχ. η αύξηση ή ανάπτυξη μέσα σε κάποιο μέρος («οὐ… …   Dictionary of Greek

  • έπαυλη — Τόπος αναψυχής μακριά από την τακτική κατοικία. Η έ. παρουσιάζεται στους προελληνικούς πολιτισμούς (θερινές κατοικίες στην Αίγυπτο, στη μινωική Κρήτη κ.α.), όχι όμως και στον δημοκρατικό ελληνικό κόσμο. Ακόμα και στη δημοκρατική Ρώμη δεν υπάρχουν …   Dictionary of Greek

  • ακατασκήνωτος — η, ο (Α ἀκατασκήνωτος, ον) [κατασκηνῶ] όποιος δεν έχει κατασκηνώσει, δεν έχει εγκατασταθεί σε σκηνές αρχ. ο ακατάλληλος για κατασκήνωση «ἀκατασκήνωτος τόπος» (Ονήσανδρος Στρατ. 1, 8) …   Dictionary of Greek

  • ατσιγγαναριό — το 1. κατασκήνωση τσιγγάνων 2. τόπος ακατάστατος και βρόμικος 3. εργαστήριο τσιγγάνου, σιδεράδικο …   Dictionary of Greek

  • αυλισμός — αὐλισμός, ο (AM) κατασκήνωση, κατάλυμα …   Dictionary of Greek

  • αύλις — αὖλις, η (Α) 1. κατασκήνωση για διανυκτέρευση 2. φωλιά των πουλιών. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. αυλή] …   Dictionary of Greek

  • εναύλισμα — το (AM ἐναύλισμα) κατοικία, διαμονή, κατασκήνωση, καταυλισμός, τόπος καταυλισμού, διανυκτέρευση, στάθμευση αρχ. (κατά τον Ησύχ.) «νεωστὶ γενόμενόν τι οἴκημα» …   Dictionary of Greek

  • επισκήνωσις — ἐπισκήνωσις, ἡ (Α) [επισκηνώ] 1. διαμονή, παραμονή σ’ έναν τόπο 2. κατασκήνωση …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»