-
1 κατασκευαστικως
См. также в других словарях:
κατασκευαστικῶς — κατασκευαστικός fitted for providing adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατασκευαστικός — ή, ό (AM κατασκευαστικός, ή, όν) [κατασκευαστής] (λογ.) (για συλλογισμό ή επιχείρημα) ο αποδεικτικός, ο βεβαιωτικός νεοελλ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην κατασκευή 2. ο ικανός να κατασκευάζει κάτι αρχ. 1. ο ικανός στο να προνοεί, ο… … Dictionary of Greek