Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

κατασκευαστικῶς

См. также в других словарях:

  • κατασκευαστικῶς — κατασκευαστικός fitted for providing adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατασκευαστικός — ή, ό (AM κατασκευαστικός, ή, όν) [κατασκευαστής] (λογ.) (για συλλογισμό ή επιχείρημα) ο αποδεικτικός, ο βεβαιωτικός νεοελλ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην κατασκευή 2. ο ικανός να κατασκευάζει κάτι αρχ. 1. ο ικανός στο να προνοεί, ο… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»