Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

κατασκευαζόμενα

См. также в других словарях:

  • κατασκευαζόμενα — κατασκευάζω equip pres part mp neut nom/voc/acc pl κατασκευάζω equip pres part mp neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατασκευαζομένας — κατασκευαζομένᾱς , κατασκευάζω equip pres part mp fem acc pl κατασκευαζομένᾱς , κατασκευάζω equip pres part mp fem gen sg (doric aeolic) κατασκευαζομένᾱς , κατασκευάζω equip pres part mp fem acc pl κατασκευαζομένᾱς , κατασκευάζω equip pres… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποδοστράβη — ἡ, ΜΑ παγίδα για να πιάνονται τα θηράματα από τα πόδια (α. «ὥσπερ ἐν ποδοστράβῃ εἰλημμένον», Υπερ. β. «ποδοστράβας ἔλεγον μηχανήματά τινα ὑπὸ τῶν κυνηγετῶν κατασκευαζόμενα, εἰς ἅ τὰ θηρία ἐμβαίνοντα ἡλίσκετο», Φώτ.) || [ΕΤΥΜΟΛ. < πούς, ποδός + …   Dictionary of Greek

  • φαγεντιανός — ή, ό, Ν [Φαγεντία] 1. αυτός που προέρχεται από την γαλλική πόλη Φαγεντία ή Φαγιάνς ή την ιταλική πόλη Φαβεντία ή Φαέντσα 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα φαγεντιανά πήλινα αντικείμενα, εφυαλωμένα με κασσιτερούχο βερνίκι, που κατασκευάζονται στη… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»