-
1 κατασκευαζόμενα
κατασκευάζωequip: pres part mp neut nom /voc /acc plκατασκευάζωequip: pres part mp neut nom /voc /acc pl -
2 κατασκευαζομένας
κατασκευαζομένᾱς, κατασκευάζωequip: pres part mp fem acc plκατασκευαζομένᾱς, κατασκευάζωequip: pres part mp fem gen sg (doric aeolic)κατασκευαζομένᾱς, κατασκευάζωequip: pres part mp fem acc plκατασκευαζομένᾱς, κατασκευάζωequip: pres part mp fem gen sg (doric aeolic) -
3 συμ-φῡσάω
συμ-φῡσάω, zusammenblasen; ταῦτ' ἐφ' οἷσίν ἐστι συμφυσώμενα, Ar. Equ. 466, Schol. κατασκευαζόμενα, eigtl. vom Schmiede entlehnt, für μηχανώμενα. Uebertr., sprichwörtlich τὸ συμπνεῦσαι καὶ καϑ' ἕνα εἰς ταὐτόν, τὸ λεγόμενον ξυμφυσῆσαι, Plat. Legg. IV, 708 d, wie wir sagen in ein Horn blasen, d. i. zusammenstimmen. – Im eigtl. Sinne von einem Winde: ἐξ ὑγρῶν πεδίων καὶ νιφοβόλων συμφυσώμενος ὀρῶν, Plut. Sertor. 17, er entsteht und bläs't daher.
-
4 συμφῡσάω
συμ-φῡσάω, zusammenblasen; κατασκευαζόμενα, eigtl. vom Schmiede entlehnt, für μηχανώμενα. Übertr., sprichwörtlich: τὸ συμπνεῦσαι καὶ καϑ' ἕνα εἰς ταὐτόν, τὸ λεγόμενον ξυμφυσῆσαι, wie wir sagen in ein Horn blasen, = zusammenstimmen. Im eigtl. Sinne von einem Winde: ἐξ ὑγρῶν πεδίων καὶ νιφοβόλων συμφυσώμενος ὀρῶν, er entsteht und bläst daher
См. также в других словарях:
κατασκευαζόμενα — κατασκευάζω equip pres part mp neut nom/voc/acc pl κατασκευάζω equip pres part mp neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατασκευαζομένας — κατασκευαζομένᾱς , κατασκευάζω equip pres part mp fem acc pl κατασκευαζομένᾱς , κατασκευάζω equip pres part mp fem gen sg (doric aeolic) κατασκευαζομένᾱς , κατασκευάζω equip pres part mp fem acc pl κατασκευαζομένᾱς , κατασκευάζω equip pres… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποδοστράβη — ἡ, ΜΑ παγίδα για να πιάνονται τα θηράματα από τα πόδια (α. «ὥσπερ ἐν ποδοστράβῃ εἰλημμένον», Υπερ. β. «ποδοστράβας ἔλεγον μηχανήματά τινα ὑπὸ τῶν κυνηγετῶν κατασκευαζόμενα, εἰς ἅ τὰ θηρία ἐμβαίνοντα ἡλίσκετο», Φώτ.) || [ΕΤΥΜΟΛ. < πούς, ποδός + … Dictionary of Greek
φαγεντιανός — ή, ό, Ν [Φαγεντία] 1. αυτός που προέρχεται από την γαλλική πόλη Φαγεντία ή Φαγιάνς ή την ιταλική πόλη Φαβεντία ή Φαέντσα 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα φαγεντιανά πήλινα αντικείμενα, εφυαλωμένα με κασσιτερούχο βερνίκι, που κατασκευάζονται στη… … Dictionary of Greek