Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

κατασημαίνομαι

См. также в других словарях:

  • ακατασήμαντος — ἀκατασήμαντος, ον (Α) [κατασημαίνομαι] 1. ασφράγιστος, άγραφος 2. «ἀκατασήμαντον ἔνταλμα», παραγγελία προφορική …   Dictionary of Greek

  • κατασημαίνω — (Α κατασημαίνομαι) 1. κλείνω κάτι καλά, σφραγίζω («ὄφεις... ἐν κίστῃ που κατασήμηναι», Αριστοφ.) 2. σημειώνω προσεκτικά («τὰ κατασημανθέντα ὁνόματα ἐξενεγκεῑν», Πλάτ.) αρχ. 1. υποδηλώνω 2. σημαίνω, συμβολίζω …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»