-
1 κατασημαίνομαι
A cause to be sealed up,ὄφεις.. ἐν κίστῃ που κατασήμηναι Ar.Fr.28
; [ ἐχίνους] Arist.Ath.53.2; ;ὑδρίαν IG22.204.39
:—[voice] Pass., ib.41;τὰς ἐπισκήψεις φυλάττειν -σεσημασμένας ὑπ' ἀμφοῖν Pl.Lg. 937b
.II cause to be noted down, ib. 756c:—[voice] Pass., τὰ κατασημανθέντα ὀνόματα ib. 756e, cf. Arist.Ath. 49.2.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κατασημαίνομαι
-
2 κατα-σημειόομαι
κατα-σημειόομαι, zur Erkl. von κατασημαίνομαι, Hesych.
-
3 κατασημειόομαι
A = κατασημαίνομαι 1. Klio 17.187 (Delph., i A.D.), cf. Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κατασημειόομαι
См. также в других словарях:
ακατασήμαντος — ἀκατασήμαντος, ον (Α) [κατασημαίνομαι] 1. ασφράγιστος, άγραφος 2. «ἀκατασήμαντον ἔνταλμα», παραγγελία προφορική … Dictionary of Greek
κατασημαίνω — (Α κατασημαίνομαι) 1. κλείνω κάτι καλά, σφραγίζω («ὄφεις... ἐν κίστῃ που κατασήμηναι», Αριστοφ.) 2. σημειώνω προσεκτικά («τὰ κατασημανθέντα ὁνόματα ἐξενεγκεῑν», Πλάτ.) αρχ. 1. υποδηλώνω 2. σημαίνω, συμβολίζω … Dictionary of Greek