-
1 καταραθυμήσει
κατά-ῥαθυμέωleave off work: aor subj act 3rd sg (epic)κατά-ῥαθυμέωleave off work: fut ind mid 2nd sgκατά-ῥαθυμέωleave off work: fut ind act 3rd sg——————καταρᾳθῡμήσει, καταρρᾳθυμέωaor subj act 3rd sg (epic)καταρᾳθῡμήσει, καταρρᾳθυμέωfut ind mid 2nd sgκαταρᾳθῡμήσει, καταρρᾳθυμέωfut ind act 3rd sg -
2 καταρᾳθυμήσει
Βλ. λ. καταραθυμήσει
См. также в других словарях:
καταραθυμήσει — κατά ῥαθυμέω leave off work aor subj act 3rd sg (epic) κατά ῥαθυμέω leave off work fut ind mid 2nd sg κατά ῥαθυμέω leave off work fut ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταρᾳθυμήσει — καταρᾳθῡμήσει , καταρρᾳθυμέω aor subj act 3rd sg (epic) καταρᾳθῡμήσει , καταρρᾳθυμέω fut ind mid 2nd sg καταρᾳθῡμήσει , καταρρᾳθυμέω fut ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)