-
1 καταρραθυμήσαντες
καταρραθυμέωto be remiss: aor part act masc nom /voc pl——————καταρρᾳθῡμήσαντες, καταρρᾳθυμέωaor part act masc nom /voc pl -
2 καταρρᾳθυμήσαντες
Βλ. λ. καταρραθυμήσαντες
См. также в других словарях:
καταρραθυμήσαντες — καταρραθυμέω to be remiss aor part act masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταρρᾳθυμήσαντες — καταρρᾳθῡμήσαντες , καταρρᾳθυμέω aor part act masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταρραθυμώ — καταρραθυμῶ, έω (Α) 1. είμαι εντελώς οκνηρός («καταρραθυμήσαντες ὑστερίζουσι τῶν ἀντιπάλων», Ξεν.) 2. παραμελώ κάτι 3. χάνω κάτι από αμέλεια («τὰ κατερραθυμημένα πάλιν ἀναλήψεσθε», Δημοσθ.) 4. αποχαυνώνω κάποιον («καταρραθυμοῡντος τὴν χεῑρα τοῡ… … Dictionary of Greek