-
21 καταρραθυμούσιν
καταρρᾳθῡμοῦσιν, καταρρᾳθυμέωpres part act masc /neut dat pl (attic epic doric)καταρρᾳθῡμοῦσιν, καταρρᾳθυμέωpres ind act 3rd pl (attic epic doric) -
22 καταρρᾳθυμοῦσιν
καταρρᾳθῡμοῦσιν, καταρρᾳθυμέωpres part act masc /neut dat pl (attic epic doric)καταρρᾳθῡμοῦσιν, καταρρᾳθυμέωpres ind act 3rd pl (attic epic doric) -
23 καταρραθυμούντων
καταρρᾳθῡμούντων, καταρρᾳθυμέωpres part act masc /neut gen pl (attic epic doric)καταρρᾳθῡμούντων, καταρρᾳθυμέωpres imperat act 3rd pl (attic epic doric) -
24 καταρρᾳθυμούντων
καταρρᾳθῡμούντων, καταρρᾳθυμέωpres part act masc /neut gen pl (attic epic doric)καταρρᾳθῡμούντων, καταρρᾳθυμέωpres imperat act 3rd pl (attic epic doric) -
25 καταρραθυμώ
καταρρᾳθῡμῶ, καταρρᾳθυμέωpres subj act 1st sg (attic epic doric)καταρρᾳθῡμῶ, καταρρᾳθυμέωpres ind act 1st sg (attic epic doric) -
26 καταρρᾳθυμῶ
καταρρᾳθῡμῶ, καταρρᾳθυμέωpres subj act 1st sg (attic epic doric)καταρρᾳθῡμῶ, καταρρᾳθυμέωpres ind act 1st sg (attic epic doric) -
27 καταρραθυμήσετε
καταρρᾳθῡμήσετε, καταρρᾳθυμέωaor subj act 2nd pl (epic)καταρρᾳθῡμήσετε, καταρρᾳθυμέωfut ind act 2nd pl -
28 καταρρᾳθυμήσετε
καταρρᾳθῡμήσετε, καταρρᾳθυμέωaor subj act 2nd pl (epic)καταρρᾳθῡμήσετε, καταρρᾳθυμέωfut ind act 2nd pl -
29 καταρραθυμήσητ'
καταρρᾳθῡμήσητε, καταρρᾳθυμέωaor subj act 2nd plκαταρρᾳθῡμήσηται, καταρρᾳθυμέωaor subj mid 3rd sg -
30 καταρρᾳθυμήσητ'
καταρρᾳθῡμήσητε, καταρρᾳθυμέωaor subj act 2nd plκαταρρᾳθῡμήσηται, καταρρᾳθυμέωaor subj mid 3rd sg -
31 κατερραθυμημένων
κατερρᾳθῡμημένων, καταρρᾳθυμέωperf part mp fem gen plκατερρᾳθῡμημένων, καταρρᾳθυμέωperf part mp masc /neut gen pl -
32 κατερρᾳθυμημένων
κατερρᾳθῡμημένων, καταρρᾳθυμέωperf part mp fem gen plκατερρᾳθῡμημένων, καταρρᾳθυμέωperf part mp masc /neut gen pl -
33 κατερραθύμουν
κατά, ἐν-ῥαθυμέωleave off work: imperf ind act 3rd pl (attic epic doric ionic aeolic parad-form prose)κατά, ἐν-ῥαθυμέωleave off work: imperf ind act 1st sg (attic epic doric ionic aeolic parad-form prose)κατά-ῥαθυμέωleave off work: imperf ind act 3rd pl (attic epic doric)κατά-ῥαθυμέωleave off work: imperf ind act 1st sg (attic epic doric)——————κατερρᾳθύ̱μουν, καταρρᾳθυμέωimperf ind act 3rd pl (attic epic doric)κατερρᾳθύ̱μουν, καταρρᾳθυμέωimperf ind act 1st sg (attic epic doric) -
34 καταραθυμών
-
35 καταρᾳθυμῶν
-
36 καταραθυμήσαντες
-
37 καταρᾳθυμήσαντες
-
38 καταραθυμήσας
-
39 καταρᾳθυμήσας
-
40 καταραιθυμήσαι
См. также в других словарях:
καταρραθυμοῦντα — καταρραθυμέω to be remiss pres part act neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) καταρραθυμέω to be remiss pres part act masc acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταρραθυμοῦσι — καταρραθυμέω to be remiss pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric) καταρραθυμέω to be remiss pres ind act 3rd pl (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταρραθυμεῖν — καταρραθυμέω to be remiss pres inf act (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταρραθυμεῖσθαι — καταρραθυμέω to be remiss pres inf mp (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταρραθυμοῦντας — καταρραθυμέω to be remiss pres part act masc acc pl (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταρραθυμοῦντες — καταρραθυμέω to be remiss pres part act masc nom/voc pl (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταρραθυμήσαντες — καταρραθυμέω to be remiss aor part act masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταρραθυμήσαντι — καταρραθυμέω to be remiss aor part act masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταρραθυμήσαντος — καταρραθυμέω to be remiss aor part act masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταρρᾳθυμεῖτε — καταρρᾳθῡμεῖτε , καταρρᾳθυμέω pres imperat act 2nd pl (attic epic) καταρρᾳθῡμεῖτε , καταρρᾳθυμέω pres opt act 2nd pl καταρρᾳθῡμεῖτε , καταρρᾳθυμέω pres ind act 2nd pl (attic epic) καταρρᾳθῡμεῖτε , καταρρᾳθυμέω imperf ind act 2nd pl (attic… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταρρᾳθυμήσῃ — καταρρᾳθῡμήσῃ , καταρρᾳθυμέω aor subj mid 2nd sg καταρρᾳθῡμήσῃ , καταρρᾳθυμέω aor subj act 3rd sg καταρρᾳθῡμήσῃ , καταρρᾳθυμέω fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)