-
1 καταῤῥᾳθῡμέω
καταῤ-ῥᾳ-θῡμέω, durch Leichtsinn, Fahrlässigkeit verabsäumen, verlieren; fahrlässig sein; τὰ κατεῤῥᾳϑυμημένα πάλιν ἀναλήψεσϑε, das leichtsinnig Verabsäumte, Verschleuderte
См. также в других словарях:
καταρραθυμοῦντα — καταρραθυμέω to be remiss pres part act neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) καταρραθυμέω to be remiss pres part act masc acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταρραθυμοῦσι — καταρραθυμέω to be remiss pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric) καταρραθυμέω to be remiss pres ind act 3rd pl (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταρραθυμεῖν — καταρραθυμέω to be remiss pres inf act (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταρραθυμεῖσθαι — καταρραθυμέω to be remiss pres inf mp (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταρραθυμοῦντας — καταρραθυμέω to be remiss pres part act masc acc pl (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταρραθυμοῦντες — καταρραθυμέω to be remiss pres part act masc nom/voc pl (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταρραθυμήσαντες — καταρραθυμέω to be remiss aor part act masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταρραθυμήσαντι — καταρραθυμέω to be remiss aor part act masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταρραθυμήσαντος — καταρραθυμέω to be remiss aor part act masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταρρᾳθυμεῖτε — καταρρᾳθῡμεῖτε , καταρρᾳθυμέω pres imperat act 2nd pl (attic epic) καταρρᾳθῡμεῖτε , καταρρᾳθυμέω pres opt act 2nd pl καταρρᾳθῡμεῖτε , καταρρᾳθυμέω pres ind act 2nd pl (attic epic) καταρρᾳθῡμεῖτε , καταρρᾳθυμέω imperf ind act 2nd pl (attic… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταρρᾳθυμήσῃ — καταρρᾳθῡμήσῃ , καταρρᾳθυμέω aor subj mid 2nd sg καταρρᾳθῡμήσῃ , καταρρᾳθυμέω aor subj act 3rd sg καταρρᾳθῡμήσῃ , καταρρᾳθυμέω fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)