Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

καταρρᾰγή

См. также в других словарях:

  • καταρραγή — καταρραγή, ἡ (Α) 1. σχίσιμο («καταρραγαὶ πέπλων», Λυκόφρ.) 2. ατονία, εξάντληση («καταρραγὴ τοῡ σώματος», Ιπποκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ρραγγή (< θ. ραγ τού ρήγνυμι, πρβλ. παθ. αόρ. β ἐ ρράγ ην), πρβλ. δια ρραγή, συ ρραγή] …   Dictionary of Greek

  • καταρραγή — collapse fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταρραγῇ — καταρράσσω aor subj pass 3rd sg καταρραγή collapse fem dat sg (attic epic ionic) καταρρήγνυμι break down aor subj pass 3rd sg καταρρᾱγῇ , καταρρήγνυμι break down aor subj pass 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταρραγαῖς — καταρραγή collapse fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταρραγαί — καταρραγή collapse fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταρραγῇς — καταρράσσω aor subj pass 2nd sg καταρραγή collapse fem dat pl (epic) καταρρήγνυμι break down aor subj pass 2nd sg καταρρᾱγῇς , καταρρήγνυμι break down aor subj pass 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»