-
1 κατάρριζος
κατάρριζ-ος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κατάρριζος
-
2 καταρριζόω
A make rooted, plant firmly,τὸ θνητὸν γένος Pl.Ti. 73b
;ἑαυτὸν εἰς τὴν πολιτείαν Plu.2.805f
;λᾶα AP9.708
(Phil.):—[voice] Pass., take root, Pl.Ti. 76c, 77c, etc.; σύριγγος -ερριζωμένης planted, terminated, Antyll. ap. Orib. 44.22.10.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καταρριζόω
-
3 καταρρινάω
A file down, make thin, ap. Stob.4.37.16: metaph., κατερρινημένον τι λέγειν polished, elegant, Ar.Ra. 901; of men, βραχίον' εὖ κατερρινημένους, i. e. having had all superfluous flesh worked off, A. Supp. 747 ( κατερρινωμένους covered with shields, Wellauer; cf. [full] κατερρινωμένον· καταπεπυκασμένον, καταδεδερματωμένον, Hsch.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καταρρινάω
Перевод: со всех языков на все языки
со всех языков на все языки- Со всех языков на:
- Все языки
- Со всех языков на:
- Английский