-
1 καταρραινω
струить, поливатьτὸ ἔλαιον καταρραινόμενον Sext. — налитое масло;
ἐλοίῳ καταρραινόμενος Plut. — политый маслом -
2 καταρραίνω
A besprinkle,οἴνῳ καὶ ἐλαίῳ Hp.Art.63
;βίβλους ζωμῷ D.S.34.1
: without dat., Ath.10.453a:—[voice] Pass. ([tense] pf. part. καταρερασμένος), Apollon. ap. Gal.12.504; of a spotted snake,κατέρρανται στιγμαῖς Philum.Ven.23.1
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καταρραίνω
-
3 καταῤῥαίνω
καταῤ-ῥαίνω, besprengen, benetzen -
4 καταῥ-ῥαντίζω
καταῥ-ῥαντίζω, = καταῤῥαίνω, Ios.
-
5 καταρραντίζω
A = καταρραίνω, Philum.Ven.14.2 ([voice] Pass.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καταρραντίζω
См. также в других словарях:
καταρραίνω — (AM) ραντίζω με υγρό, ρίχνω υγρό για ράντισμα («καταρραίνειν οἴνῳ καὶ ἐλαίῳ», Ιπποκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ῥαίνω «ραντίζω, ποτίζω»] … Dictionary of Greek
καταρραντίζω — (AM) καταρραίνω* … Dictionary of Greek
συγκαταρραίνω — Μ ραίνω μαζί με κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + καταρραίνω «ραντίζω, ραίνω»] … Dictionary of Greek