-
1 καταπιμπλημι
(fut. καταπλήσω) наполнять, переполнять, преисполнять(τινὰ φρονήματος Plut.; καταπιμπλάμενος ἀνομίας Plat.)
ὄμβρων ἐπιγενομένων, πηλοῦ κατεπίμπλαντο τὰς σκηνάς (acc. relat.) Plut. — в связи с наступившими ливнями их палатки наполнились грязью
См. также в других словарях:
καταπίμπλημι — (Α) (επιτ. τ. τού πίμπλημι*) γεμίζω εντελώς, είμαι εντελώς γεμάτος με κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + πίμπλημι «γεμίζω»] … Dictionary of Greek
καταπλήσει — καταπίμπλημι fill quite full aor subj act 3rd sg (epic) καταπίμπλημι fill quite full fut ind mid 2nd sg καταπίμπλημι fill quite full fut ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταπεπλησμένον — καταπίμπλημι fill quite full perf part mp masc acc sg καταπίμπλημι fill quite full perf part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταπιμπλᾶσι — καταπίμπλημι fill quite full pres part act masc/neut dat pl (attic epic ionic) καταπίμπλημι fill quite full pres ind act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταπιμπλάμενον — καταπίμπλημι fill quite full pres part mp masc acc sg καταπίμπλημι fill quite full pres part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταπλησάντων — καταπίμπλημι fill quite full aor part act masc/neut gen pl καταπίμπλημι fill quite full aor imperat act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταπίμπλησι — καταπίμπλημι fill quite full pres ind act 3rd sg καταπίμπλημι fill quite full pres subj mp 2nd sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταπίμπλησιν — καταπίμπλημι fill quite full pres ind act 3rd sg καταπίμπλημι fill quite full pres subj mp 2nd sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταπεπλησμένην — καταπίμπλημι fill quite full perf part mp fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταπεπλῆσθαι — καταπίμπλημι fill quite full perf inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταπιμπλαμένης — καταπίμπλημι fill quite full pres part mp fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)