-
1 καταπήξη
καταπήγνυμιstick fast: aor subj mid 2nd sgκαταπήγνυμιstick fast: aor subj act 3rd sgκαταπήγνυμιstick fast: fut ind mid 2nd sg -
2 καταπήξῃ
καταπήγνυμιstick fast: aor subj mid 2nd sgκαταπήγνυμιstick fast: aor subj act 3rd sgκαταπήγνυμιstick fast: fut ind mid 2nd sg
См. также в других словарях:
κατάπηξη — η (Α κατάπηξις) [καταπήγνυμι] 1. μπήξιμο πασσάλων στη γη νεοελλ. χάραξη δρόμου ή οχύρωσης με πασσάλους … Dictionary of Greek
καταπήξῃ — καταπήγνυμι stick fast aor subj mid 2nd sg καταπήγνυμι stick fast aor subj act 3rd sg καταπήγνυμι stick fast fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)