Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

καταπρηΰνω

См. также в других словарях:

  • καταπρηΰνω — (Α) ιων. τ. τού καταπραΰνω*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + πρηΰνω (ιων. τ. τού πραΰνω «καθησυχάζω»)] …   Dictionary of Greek

  • καταπραΰνω — (AM καταπραΰνω, Α επικ. και ιων. τ. καταπρηΰνω) καθησυχάζω, κατευνάζω, γαληνεύω («το φάρμακο καταπράυνε τους πόνους») αρχ. 1. κάνω κάτι μαλακό 2. παθ. καταπραΰνομαι α) (για ζώα) εξημερώνομαι, ημερεύω β) (για συγκινήσεις) ελαττώνομαι, κοπάζω.… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»