-
1 κατα-πρἄΰνω
κατα-πρἄΰνω, besänftigen; Ggstz τραχύνω, Plat. Tim. 57 a; Euthyd. 228 b; Isocr. 3, 34. 4, 18 τὴν ταραχήν, beilegen, Pol. 5, 52, 14; κατεπράϋνεν αὐτὸν τῆς ὀργῆς Plut. Them. 31 S. auch καταπρηΰνω.
См. также в других словарях:
καταπρηΰνω — (Α) ιων. τ. τού καταπραΰνω*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + πρηΰνω (ιων. τ. τού πραΰνω «καθησυχάζω»)] … Dictionary of Greek
καταπραΰνω — (AM καταπραΰνω, Α επικ. και ιων. τ. καταπρηΰνω) καθησυχάζω, κατευνάζω, γαληνεύω («το φάρμακο καταπράυνε τους πόνους») αρχ. 1. κάνω κάτι μαλακό 2. παθ. καταπραΰνομαι α) (για ζώα) εξημερώνομαι, ημερεύω β) (για συγκινήσεις) ελαττώνομαι, κοπάζω.… … Dictionary of Greek