-
1 καταπραύναι
-
2 καταπραῦναι
-
3 καταπραύναι
καταπραύ̱ναῑ, καταπραύνωsoften: aor opt act 3rd sgκαταπρᾱύ̱ναῑ, καταπραύνωsoften: aor opt act 3rd sg -
4 κατα-πέσσω
κατα-πέσσω, att. - πέττω (s. πέσσω), zerkochen, verdauen, im eigtl. Sinne von der Nahrung, Sp.; Hom. übertr., εἴπερ γάρ τε χόλον καὶ αὐτῆμαρ καταπέψῃ Il. 1, 81, wenn er auch seinen Zorn in sich zurückhält, verbeißt; μέγαν ὄλβον καταπέψαι, verwalten, Pind. Ol. 1, 55. – Hesych. Erkl. καταπραϋναι bezieht sich auf die hom. Stelle.
См. также в других словарях:
καταπραῦναι — καταπραύνω soften aor inf act καταπρᾱῦναι , καταπραύνω soften aor inf act … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταπραύναι — καταπραύ̱ναῑ , καταπραύνω soften aor opt act 3rd sg καταπρᾱύ̱ναῑ , καταπραύνω soften aor opt act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)