Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

καταποντίζω

  • 1 топить

    I топить Ι (обогревать) θερμαίνω, ζεσταίνω; \топить печь ανάβω θερμάστρα (или σόμπα) II топить II (в воде) βουλιάζω, βυθίζω· καταποντίζω (корабль)
    * * *
    I
    ( обогревать) θερμαίνω, ζεσταίνω

    топи́ть печь — ανάβω θερμάστρα ( или σόμπα)

    II
    ( в воде) βουλιάζω, βυθίζω; καταποντίζω ( корабль)

    Русско-греческий словарь > топить

  • 2 пускать

    пускать
    несов
    1. (отпускать) ἀφήνω, ἀπολύω:
    \пускать птицу на волю ἀφήνω τό πουλί ἐλεύθερο· \пускать детей в театр ἀφήνω τά παιδιά νά πᾶνε στό θέατρο·
    2. (впускать) ἐπιτρέπω τήν είσοδο, ἀφήνω νά μπή·
    3. (приводить в движение) βάζω σέ κίνηση, θέτω εἰς ἐνέργειαν, βάζω μπρος:
    \пускать завод θέτω σέ ἐνέργεια ἐργοστάσιο· \пускать машину θέτω σέ κίνηση μηχανή, βάζω μπρος τή μηχανή· \пускать часы βάζω μπρος τό ρολόΓ \пускать в эксплуатацию ἀρχίζω τήν ἐκμετάλλευση [-ιν]·
    4. (воду, пар и т. п.) ἀνοίγω· 5.:
    \пускать корни прям., перен ριζοβολῶ, πιάνω ρίζες, ριζώνω· \пускать ростки βγάζω βλαστάρια· ◊ \пускать в обращение что-л. βάζω (или θέτω) σέ κυκλοφορία· \пускать в продажу ἀρχίζω νά πουλώ, ἐκθέτω είς πὠλησιν \пускать в ход все средства χρησιμοποιώ ὀλα τά μέσα, κινώ γή καί οὐρανό· \пускать слух διαδίδω φήμη· \пускать поезд под откос ἐκτροχιάζω τραίνο· \пускать судно ко дну βυθίζω (или καταποντίζω) πλοίο· \пускать стрелу́ ρίχνω βέλος· \пускать по миру ἀφήνω (или ρίχνω) στους πέντε δρόμους· \пускать кровь кому́-л. κάνω ἀφαίμαξη σέ κάποιον· \пускать (себе) пу́лю в лоб τινάζω τά μυαλά μου στον ἀέρα· \пускать пыль в глаза ρίχνω στάχτη στά μάτια· \пускаться
    1. (отправляться) ξεκινώ, πηγαίνω:
    \пускаться бежать τό βάζω στά πόδια· \пускаться вдогонку за кем-л. τρέχω τό κατόπι, τρέχω πίσω ἀπό κάποιον \пускаться в дорогу, \пускаться в путь ξεκινώ·
    2. (начать делать что-л.) ἀρχίζω:
    \пускаться во что́-л. ἐπιχειρώ, ἀρχίζω ἐπιχείρηση (предпринимать)· \пускаться в поиски чего-л., кого-л. ἀρχίζω νά ψάχνω, ἀρχίζω τήν ἀναζήτηση· \пускаться вскачь ξεκινώ καλπάζοντας, καλπάζω· \пускаться в подробности μπαίνω σέ λεπτομέρειες· \пускаться в рассуждения ἀρχίζω τίς συζητήσεις.

    Русско-новогреческий словарь > пускать

  • 3 топить

    топить I
    несов θερμαίνω, ζεσταίνω:
    \топить печь ἀνάβω σόμπα, ἀνάβω φοόρνο.
    топить II
    несов (расплавлять) λύωνω, ἀναλύω, τήκω· ◊ \топить молоко́ σιγοβράζω τό γάλα.
    топить III
    несов (в воде) πνίγω (кого-л.)/ βουλιάζω, βυθίζω, καταποντίζω (что-л.)· ◊ \топить го́ре в вине πίνω γιά νά ξεχάσω τόν πόνο μου.

    Русско-новогреческий словарь > топить

  • 4 потопить

    ρ.σ.μ.
    βλ. топить1 με σημ. λίγο.
    ρ.σ.μ.
    1. πνίγω, βυθίζω, βουλιάζω, φουντάρω, καταποντίζω.
    2. κατακλύζω, πλημμυρίζω.

    Большой русско-греческий словарь > потопить

  • 5 engulf

    1) καταποντίζω
    2) τυλίγω

    English-Greek new dictionary > engulf

См. также в других словарях:

  • καταποντίζω — throw into the sea pres subj act 1st sg καταποντίζω throw into the sea pres ind act 1st sg καταποντίζω throw into the sea pres subj act 1st sg καταποντίζω throw into the sea pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταποντίζω — (AM καταποντίζω) 1. βυθίζω κάτι στη θάλασσα, καταβυθίζω, βουλιάζω, πνίγω 2. καταστρέφω, εξολοθρεύω, αφανίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ποντίζω «ρίχνω στη θάλασσα» (< πόντος)] …   Dictionary of Greek

  • καταποντίζω — καταπόντισα, καταποντίστηκα, καταποντισμένος 1. ρίχνω κάτι στο βυθό, το καταβυθίζω: Οι Γερμανοί καταπόντισαν το πλοίο με τους αιχμαλώτους. 2. το μέσ., καταποντίζομαι λέγεται για τα πλοία και σημαίνει βυθίζομαι, βουλιάζω: Από τη μεγάλη τρικυμία… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • καταποντίζετε — καταποντίζω throw into the sea pres imperat act 2nd pl καταποντίζω throw into the sea pres ind act 2nd pl καταποντίζω throw into the sea pres imperat act 2nd pl καταποντίζω throw into the sea pres ind act 2nd pl καταποντίζω throw into the sea… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταποντίζῃ — καταποντίζω throw into the sea pres subj mp 2nd sg καταποντίζω throw into the sea pres ind mp 2nd sg καταποντίζω throw into the sea pres subj act 3rd sg καταποντίζω throw into the sea pres subj mp 2nd sg καταποντίζω throw into the sea pres ind mp …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταποντίσει — καταποντίζω throw into the sea aor subj act 3rd sg (epic) καταποντίζω throw into the sea fut ind mid 2nd sg καταποντίζω throw into the sea fut ind act 3rd sg καταποντίζω throw into the sea aor subj act 3rd sg (epic) καταποντίζω throw into the sea …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταποντίσουσι — καταποντίζω throw into the sea aor subj act 3rd pl (epic) καταποντίζω throw into the sea fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) καταποντίζω throw into the sea fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) καταποντίζω throw into the… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταποντίσουσιν — καταποντίζω throw into the sea aor subj act 3rd pl (epic) καταποντίζω throw into the sea fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) καταποντίζω throw into the sea fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) καταποντίζω throw into the… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταποντίσω — καταποντίζω throw into the sea aor subj act 1st sg καταποντίζω throw into the sea fut ind act 1st sg καταποντίζω throw into the sea aor subj act 1st sg καταποντίζω throw into the sea fut ind act 1st sg καταποντίζω throw into the sea aor ind mid… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταποντίσῃ — καταποντίζω throw into the sea aor subj mid 2nd sg καταποντίζω throw into the sea aor subj act 3rd sg καταποντίζω throw into the sea fut ind mid 2nd sg καταποντίζω throw into the sea aor subj mid 2nd sg καταποντίζω throw into the sea aor subj act …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταποντιεῖ — καταποντίζω throw into the sea fut ind mid 2nd sg (attic epic doric ionic) καταποντίζω throw into the sea fut ind act 3rd sg (attic epic doric ionic) καταποντίζω throw into the sea fut ind mid 2nd sg (attic epic doric ionic) καταποντίζω throw… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»