-
1 καταποικίλλω
A deck with various colours or in divers modes, mottle, ;θάλαμος, ὃν αἱ Χάριτες κατεποίκιλαν Men.Rh. p.407S.
;διττὰ ὑφάσματα Ph.2.226
:—[voice] Pass.,ὑπὸ τῶν γραφέων τὰ ἱερὰ ἡμῖν καταπεποίκιλται Pl.Euthphr.6c
;ὀροφὴ ἀστέρας καταπεποικιλμένη D.S.1.47
.2 metaph., of style,κ. τὸν λόγον Isoc. 13.16
, Phld. Rh.1.167S.; also κ. τὰ γεγενημένα, of historians, Agath.Praef. p.136D.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καταποικίλλω
См. также в других словарях:
καταποικίλλω — (Α) 1. διακοσμώ κάτι με στολίδια, με χρώματα ή με ποικίλους τρόπους 2. μτφ. (για λόγο) στολίζω, διακοσμώ, ομορφαίνω 3. (για εξιστόρηση) παραθέτω επεισόδια, ανέκδοτα κ.λπ … Dictionary of Greek
ԽԱՅՏԱՑՈՒՑԱՆԵՄ — ( ) NBH 1 0919 Chronological Sequence: Unknown date ն. ԽԱՅՏԱՑՈՒՑԱՆԵԼ. Որպէս Խայտ առնել. Խայտաբղէտ կացուցանել. καταποικίλλω variis inficio maculis. ... *Խայտացուցանէ զմարմինն, բորոտութիւննս եւ այլ պէսպէ ցաւս ծնանելով. Պղատ. տիմ … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)