-
1 καταπνιγω
1) сдавливать, сжимать(τὰς φύσας Arst.)
ἐν τοῖς καταπεπνιγμένοις (sc. τόποις) οἰκεῖν Arst. — жить в помещениях со спертым воздухом2) подавлять, задерживать, останавливать(τέν αὔξησιν Plut.)
οἱ καταπνιγόμενοι ἄνθρακες Arst. — гаснущие угли;φωναὴ καταπεπνιγμέναι Arst. — заглушенные звуки;καταπνιγόμενα ἐν τῷ σώματι ὑγρά Arst. — задерживаемая в теле влага -
2 καταπνιγώ
-
3 καταπνιγῶ
-
4 καταπνίγω
-
5 καταπνίγω
A choke, smother,γόγγρον ἐν ἅλμῃ Sotad.Com.1.21
;ὁ ὕπνος κ. τὸ θερμόν Arist.Fr. 233
;ταῦτα κ. τὰ δένδρα Thphr.CP2.18.3
;τὴν αὔξησιν Plu.2.806c
; ; :—[voice] Pass., to be choked up, of the secretions, ib. 967a6; of a fire, opp.ἐγκρύπτω 2
, Id.Juv. 470a16; καταπεπνιγμένοι τόποι choked up, close, opp. εὐπνούστεροι, Id.Pr. 869a35; φωναὶ καταπεπν. stifled utterances, Id.Aud. 800a15, cf. Poll.4.114.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καταπνίγω
-
6 καταπνίγω
κατα-πνίγω, ersticken, erwürgen; auch von Feuer u. Kohlen -
7 καταπνίγω
boğmak -
8 καταπνίγω
réprimer -
9 καταπνίγω
stłumić czas. -
10 καταπνίγω
1) potlačit2) potlačovat -
11 καταπνίγω
suppressΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > καταπνίγω
-
12 réprimer
καταπνίγω -
13 potlačovat
καταπνίγω -
14 подавлять
подавля||тьнесов1. (сопротивление и т. п.) καταστέλλω, καταπνίγω:\подавлять восстание καταστέλλω τήν ἐξέγερση· \подавлять артиллерийским огнем ἐξουδετερώνω μέ πυρά πυροβολικού·2. перен καταπνίγω, ὑπερνικώ:\подавлять боль καταπνίγω τόν πόνο· \подавлять страх ὑπερνικῶ τόν φόβο[ν]. -
15 утушить
утушить 1-ушу, -ушишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. утушенный, βρ: -шен, -а, -о ρ.σ.μ. (απλ.)1. σβήνω•утушить костр σβή.νω τη φωτιά.
2. μτφ. καταπνίγω•утушить гнев καταπνίγω το θυμό.
σβήνομαι.утушить 2-ушу, -ушишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. утушенный, βρ: шн, -шена, -шено ρ.σ.μ.βλ. тушить;μαγειρεύομαι σιγοβράζοντας. -
16 подавить
1. (слегка надавить) πιέζω, πατώ 2. (раздавить всё, многое) συνθλίβω, συμπιέζω, πατώ 3. (насильственно положить конец чему-л.) καταστέλλω, καταπνίγω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > подавить
-
17 бараний
баран||ийприл προβατήσιος, πρόβειος, ἀρνήσιος; ◊ согнуть в \баранийий рог καταστέλλω, καταπνίγω. -
18 глушить
глуши́||тьнесов1. ζαλίζω, ξεκου-φαίνω:\глушитьть рыбу ψαρεύω μέ δυναμίτη·2. (заглушать) πνίγω:\глушитьть мото́р μισο-σβύνω τή μηχανή·3. (подавлять) (καταπνίγω:\глушитьть критику πνίγω τήν κριτική. -
19 душить
души́||ть Iнесов1. πνίγω/ στραγγαλίζω (убивать)·2. (затруднять дыхание) πνίγω, σφίγγω:воротник ду́шит μέ σφίγγει ὁ γιακάς· его \душитьл смех τόν ἐπνιγε τό γέλοιο· меня ду́шит кашель πνίγομαι ἀπ' τό βήχα· его \душитьла злоба ἐβραζε ἀπό τό κακό του·3. перен (притеснять, угнетать) καταπιέζω, θλίβω, καταδυν.-στεύω, τυραννώ:\душить свободу καταπνίγω τήν ἐλευθερία· ◊ \душить в объятиях разг σφίγγω στήν ἀγκαλιά μου.душить IIнесов (духами) ἀρωματίζω, ραντίζω μέ μυρωδικά. -
20 заглушать
заглушатьнесов, заглушить сов1. (о звуке) πνίγω, σκεπάζω, σβήνω·2. (о боли) μετριάζω, ἐλαφρώνω, καταπραύνω·3. (о сорняках) πνίγω·4. перен (подавлять) καταστέλλω, καταπνίγω.
См. также в других словарях:
καταπνίγω — καταπνίγω, κατέπνιξα βλ. πίν. 21 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
καταπνίγω — (AM καταπνίγω) πνίγω κάποιον εντελώς, τόν αποπνίγω νεοελλ. 1. μτφ. καταστέλλω κάτι προτού εκδηλωθεί ή και μετά την εκδήλωσή του για να μην κατισχύσει (α. «καταπνίγω τον θυμό μου» β. «κατέπνιξε την επανάσταση» 2. μέσ. καταπνίγομαι είμαι αδύνατος,… … Dictionary of Greek
καταπνίγω — κατέπνιξα και κατάπνιξα, καταπνίγηκα, καταπνιγμένος, πνίγω κάποιον εντελώς, καταστέλλω κάτι προτού να εκδηλωθεί: Η επανάσταση καταπνίγηκε στο αίμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
καταπνιγῶ — κατά πνίγω choke aor subj pass 1st sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταπνιγμός — καταπνιγμός, ὁ (Α) [καταπνίγω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού καταπνίγω, η κατάπνιξη … Dictionary of Greek
αποθέτω — (AM ἀποτίθημι, Μ κ. ἀποθέτω) 1. τοποθετώ, βάζω 2. αφήνω κάτι κατά μέρος 3. αποθηκεύω, αποταμιεύω νεοελλ. 1. τοποθετώ κάτι σε χαμηλή επιφάνεια, το αφήνω κάτω 2. μτφ. εμπιστεύομαι, στηρίζω κάτι σε κάποιον αρχ. Ι. 1. (για παιδιά) εγκαταλείπω,… … Dictionary of Greek
διάγχω — (Α) [άγχω] καταπνίγω … Dictionary of Greek
επιθλίβω — ἐπιθλίβω (AM) μσν. καταπιέζω κάποιον αρχ. 1. πιέζω κάτι από πάνω 2. πατώ, καταπατώ 3. συνωθώ, συσσωρεύω 4. καταπνίγω, παραλύω 5. μτφ. ενοχλώ, στενοχωρώ κάποιον … Dictionary of Greek
ερητύω — ἐρητύω και δωρ. ἐρατύω (Α) 1. αναστέλλω, αναχαιτίζω, συγκρατώ, καταπνίγω 2. κρατώ μακριά, απομακρύνω από κάτι, αποτρέπω 3. (με απρμφ.) εμποδίζω κάποιον να κάνει κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Πιθ. από κάποιο ουσ. σε τυς (* ερη τυς)] … Dictionary of Greek
κατ(α)- — α συνθετικό πολλών συνθέτων τής Ελληνικής, προερχόμενο από την πρόθεση κατά. Απαντά και με τη μορφή καθόταν το φωνήεν που ακολουθεί δασύνεται (καθ ημερινός, κάθ ιδρος) καθώς και με τη μορφή καται σε ελάχιστα σύνθετα τής Αρχαίας Ελληνικής (καται… … Dictionary of Greek
κατάπνιξη — η (AM κατάπνιξις) [καταπνίγω] 1. το τελειωτικό πνίξιμο, απόπνιξη, αποπνιγμός 2. μτφ. καταστολή, αναχαίτιση, παρεμπόδιση («κατάπνιξη επαναστατικού κινήματος») … Dictionary of Greek