-
1 καταπνέω
A blow or breathe upon or over, τί τινος, Χώρας (Reisk. for Χώραν)καταπνεῦσαι ἡδυπνόους αὔρας E.Med. 839
(lyr.);Ἔρως ἵμερον κ. ἡμῶν κατὰ τῶν κόλπων Ar.Lys. 552
: with gen. understood, Arist.HA 541a29, 594b27: also c. acc., κ. τόπον εὐωδίᾳ fill the place with fragrance, Hld.3.2: c. acc. cogn., ἡδὺ κ. h.Cer. 238:—[voice] Pass.,σπινθὴρ -πνευσθείς Ph.1.455
; - πνευσθέντες ὑπὸ ἀνέμων ψυχρῶν blown upon by.., Gal.12.599;στρατόπεδον οὐ -πνεόμενον ἐκ τῆς θαλάσσης App.Pun.99
: abs.,ὅταν Βορρᾶς -πνεύσῃ Cratin. 207
.2 inspire,θεόθεν καταπνείει πειθὼ.. ξύμφυτος αἰών A.Ag. 105
(s. v.l., lyr.); θεοῦ ὁμόνοιαν, ὀργὴν δικαίαν -πνέοντος, Ael.NA12.2,7: c. acc. pers.,θεὸς καταπνεῖ σε E.Rh. 387
:—[voice] Pass.,- πνευσθείς Ph.1.411
.II [voice] Pass., to be blown up,φλόξ Plu.2.474d
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καταπνέω
Перевод: с греческого на английский
с английского на греческий- С английского на:
- Греческий
- С греческого на:
- Английский