-
1 καταπληκτικωτέρα
καταπληκτικωτέρᾱ, καταπληκτικόςstriking: fem nom /voc /acc comp dualκαταπληκτικωτέρᾱ, καταπληκτικόςstriking: fem nom /voc comp sg (attic doric aeolic)——————καταπληκτικωτέρᾱͅ, καταπληκτικόςstriking: fem dat comp sg (attic doric aeolic) -
2 καταπληκτικωτέρᾳ
Βλ. λ. καταπληκτικωτέρα -
3 καταπληκτικωτέραν
καταπληκτικωτέρᾱν, καταπληκτικόςstriking: fem acc comp sg (attic doric aeolic)
См. также в других словарях:
καταπληκτικωτέρα — καταπληκτικωτέρᾱ , καταπληκτικός striking fem nom/voc/acc comp dual καταπληκτικωτέρᾱ , καταπληκτικός striking fem nom/voc comp sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταπληκτικωτέρᾳ — καταπληκτικωτέρᾱͅ , καταπληκτικός striking fem dat comp sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταπληκτικωτέραν — καταπληκτικωτέρᾱν , καταπληκτικός striking fem acc comp sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)