Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

καταπλαστός

См. также в других словарях:

  • κατάπλαστος — κατάπλαστος, ἡ (Α) [καταπλάσσω] κατάπλασμα* …   Dictionary of Greek

  • καταπλαστός — καταπλαστός, όν (Α) [καταπλάσσω] 1. αυτός που τοποθετείται ως κατάπλασμα («φάρμακον καταπλαστόν», Αριστοφ.) 2. μτφ. φτειασιδωμένος, προσποιητός, πλαστός, ψεύτικος …   Dictionary of Greek

  • καταπλαστόν — καταπλαστός plastered over masc/fem acc sg καταπλαστός plastered over neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταπλαστά — καταπλαστός plastered over neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταπλαστῶν — καταπλάστης one who plasters masc gen pl καταπλαστός plastered over masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»