-
1 καταπλίσσομαι
A to be tripped up, ἡμῶν ἴσως σὺ καταπλῐγήσει ([tense] fut. 2) τῷ Χορῷ will be tripped up, beaten by our chorus, dub. in Ar. Fr.198.3, cf. Hsch. s.v. καταπλιγήσει.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καταπλίσσομαι
-
2 καταπλιγήσει
καταπλίσσομαιto be tripped up: fut ind mp 2nd sg
См. также в других словарях:
καταπλίσσομαι — (Α) (αμφβλ. γρφ.) καταπατώμαι («ἡμῶν ἴσως σὺ καταπλιγήσει τῷ χορῷ» θα καταπατηθείς από τον χορό μας, Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + πλίσσομαι «βαδίζω με μικρά βήματα»] … Dictionary of Greek
καταπλιγήσει — καταπλίσσομαι to be tripped up fut ind mp 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)