-
1 καταπαυθήναι
-
2 καταπαυθῆναι
См. также в других словарях:
καταπαυθῆναι — καταπαύω put an end to aor inf pass … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 καταπαυθήναι
2 καταπαυθῆναι
καταπαυθῆναι — καταπαύω put an end to aor inf pass … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)