-
1 καταπίνεται
καταπί̱νεται, καταπίνωgulp: pres ind mp 3rd sg -
2 ἰσθμιάζω
ἰσθμιάζω, eigtl. die isthmischen Spiele feiern, übertr., weil ὁ τῶν Ἰσϑμίων καιρὸς ἐπίνοσος war, ἐπὶ τῶν κακῶς βιούντων, VLL.; aber bei Phot. auch καταπίνεται erkl., von ἰσϑμός, also durch die Gurgel jagen.
-
3 καταπινω
1) выпивать, поглощать(ὅλον πίθον Eur.; τὸ καταποθὲν ἐκ τῶν ὑψηλῶν ὕδωρ Plat.)
2) проглатывать, пожирать(τοὺς παῖδας κατέπινε Κρόνος Hes.; τὰς βδέλλας Her.; τεμάχη Arph.; σῖτον Arst.; πόλις καταποθεῖσα ὑπὸ τῆς θαλάττης Polyb.)
διυλίζειν τὸν κώνωπα, τέν δὲ κάμηλον κ. погов. NT. — оцеживать комара, а верблюда проглатывать3) ( о земле) впитывать, вбирать в себя(ποταμοὴ καταπινόμενοι Arst.)
4) перен. жадно впивать(Εὐριπίδην Arst.)
5) перен. пожирать, поглощать(λύπῃ καταποθῆναι NT.)
6) расточать, проматывать(τέν οὐσίαν Aeschin.)
7) pass. тонуть(πλοῖα καταπίνεται Arst.)
-
4 ἰσθμιάζω
ἰσθμιάζω, eigtl. die isthmischen Spiele feiern; aber auch καταπίνεται, von ἰσϑμός, also durch die Gurgel jagen -
5 καταπίνω
καταπίνω fut. καταπίομαι (LXX; En 101:5); 2 aor. κατέπιον. Pass.: 1 aor. κατεπόθην; pf. 3 sg. καταπέποται (AcPlCor 2:29) (s. πίνω; Hes., Hdt.+; Ion of Chios Fgm. 31 L. of Heracles’ voracious appetite) in our lit. freq. in imagery, used both of liquids and solids① to drink down, swallow, swallow up τὶ someth., in imagery (of the earth, that drinks up water Pla., Critias 111d; Diod S 1, 32, 4) ἤνοιξεν ἡ γῆ τὸ στόμα αὐτῆς καὶ κατέπιεν τὸν ποταμόν Rv 12:16 (Philostephanus Hist. [III B.C.], Fgm. 23 [ed. CMüller III 1849 p. 32 ποταμὸς ὑπὸ γῆς καταπίνεται; Simplicius in Epict. p. 95, 35; cp. Num 16:30, 32). Δαθὰν καὶ Ἀβιρὼν καὶ Κόρε, πῶς … κατεπόθησαν ἅπαντες GJs 9:2 (cp. Num 16:32). τὴν κάμηλον κ. Mt 23:24 (Just., D. 112, 4; on the camel s. κώνωψ.)② to destroy completely, in the figure of one devouring or swallowing someth.ⓐ devour (Hes., Theog. 459 υἱούς. Of animals that devour Tob 6:2; Jon 2:1; Jos., Ant. 2, 246; Ath. 34, 2) Ἰωνᾶς … εἰς κῆτος καταπέποται AcPlCor 2:29; the devil like a lion ζητῶν τίνα καταπιεῖν 1 Pt 5:8 (Damasc., Vi. Isid. 69 ὁ λέων καταπίνει τὸν ἄνθρωπον).ⓑ of water, waves, swallow up (Polyb. 2, 41, 7 πόλις καταποθεῖσα ὑπὸ τ. θαλάσσης; Diod S 18, 35, 6; 26, 8; En 101:5; Philo, Virt. 201) pass. be drowned (Ex 15:4 v.l. κατεπόθησαν ἐν ἐρυθρᾷ θαλάσσῃ) Hb 11:29.—Transferred to mental and spiritual states (cp. Philo, Gig. 13, Deus Imm. 181) μή πως τ. περισσοτέρᾳ λύπῃ καταποθῇ so that he may not be overwhelmed by extreme sorrow 2 Cor 2:7 (TestAbr B 12 p. 117, 4 [Stone p. 82]).③ to cause the end of someth., swallow up fig. (cp. PGM 12, 44 κατέπιεν ὁ οὐρανός; Ps 106:27; Philo, Leg. All. 3, 230; TestJud 21:7) pass. τὸ θνητὸν ὑπὸ τῆς ζωῆς what is mortal may be swallowed up in life 2 Cor 5:4. ὁ θάνατος εἰς νῖκος death has been swallowed up in victory (after Is 25:8; s. also κέντρον 1 and ARahlfs, ZNW 20, 1921, 183f) 1 Cor 15:54.—M-M. TW.
См. также в других словарях:
καταπίνεται — καταπί̱νεται , καταπίνω gulp pres ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ακατάπιοτος — η, ο [καταπίνω] 1. ο ακατάποτος* 2. αυτός που δεν καταπίνεται μτφ. ο απίστευτος … Dictionary of Greek
ακατάποτος — η, ο (Α ἀκατάποτος, ον) (νεοελλ. και ακατάπιοτος) [καταπίνω] αυτός που δεν καταπίνεται ή δεν μπορεί να τόν καταπιεί κανείς … Dictionary of Greek
δυσκατάποτος — η, ο (Α δυσκατάποτος, ον) αυτός που καταπίνεται δύσκολα … Dictionary of Greek
ευκατάποτος — εὐκατάποτος, ον (Α) αυτός που καταπίνεται εύκολα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + κατα ποτος (< κατα πίνω), πρβλ. α κατά ποτος, δυσ κατά ποτος] … Dictionary of Greek
ισθμιάζω — ἰσθμιάζω (Α) 1. παρακολουθώ τους Ισθμικούς αγώνες 2. πίνω, καταπίνω («ἰσθμιάζει καταπίνεται ἰσθμὸς γὰρ ὁ τράχηλος», Φώτ.) 3. (κατά το λεξικό Σούδα και τον Ησύχ.) «ἱσθμιάζειν, ἐπὶ τῶν κακῶς βιούντων ἐπίνοσος γὰρ ὁ τῶν Ἰσθμίων καιρός»… … Dictionary of Greek
φύσα — η / φῡσα, ΝΑ 1. φυσητήρας, φυσερό για τη φωτιά 2. τα αέρια τών εντέρων, η πορδή («φύσας τε καὶ κατάρρους νοσήμασιν ὀνόματα τίθεσθαι ἀναγκάζειν τοὺς κομψοὺς Ἀσκληπιάδας», Πλάτ.) νεοελλ. 1. φυσιολ. τα αέρια που παράγονται από τη δραστηριότητα τών… … Dictionary of Greek
καταπότι — το φαρμακευτικό σκεύασμα (δισκίο) που καταπίνεται με τη βοήθεια υγρού … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)