-
1 καταοίκισεν
καταοίκισεν, κατοικίζωsettle: aor ind act 3rd sg (homeric ionic) -
2 Αἴγυπτος
1 Egypt πολλὰ δ' Αἰγύπτῳ κατῴκισθεν ἄστη ταῖς Ἐπάφου παλάμαις ( καταοίκισεν coni. Maas: Αἰγύπτοιο κατῴκισεν Heyne.) N. 10.5 τὰν λιπαρὰν μὲν Αἴγυπτον ἀγχίκρημνον fr. 82. -
3 κατοικίζω
1 settle, establish pass. πολλὰ δ' Αἰγύπτῳ κατῴκισθεν ἄστη ταῖς Ἐπάφου παλάμαις (κατῳκίσθησαν Σ., καταοίκισεν coni. Maas, subiectum Ἄργος ponens: Αἰγύπτοιο κατῴκισεν Heyne: καταοίκισθεν Schr.) N. 10.5 ἂν δὲ Ῥόδον κατῴκισθεν ( οἱ τοῦ Θήρωνος πρόγονοι sc.: καταοίκισθεν coni. Schr.) fr. 119. 1.
См. также в других словарях:
καταοίκισεν — κατοικίζω settle aor ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)