Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

κατανόησις

См. также в других словарях:

  • κατανόησις — observation fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατανοήσει — κατανόησις observation fem nom/voc/acc dual (attic epic) κατανοήσεϊ , κατανόησις observation fem dat sg (epic) κατανόησις observation fem dat sg (attic ionic) κατανοέω observe well aor subj act 3rd sg (epic) κατανοέω observe well fut ind mid 2nd… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατανοήσεις — κατανόησις observation fem nom/voc pl (attic epic) κατανόησις observation fem nom/acc pl (attic) κατανοέω observe well aor subj act 2nd sg (epic) κατανοέω observe well fut ind act 2nd sg κατανοέω observe well aor subj act 2nd sg (epic) κατανοέω… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατανοήσεσι — κατανόησις observation fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατανοήσεσιν — κατανόησις observation fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατανοήσηι — κατανόησις observation fem dat sg (epic) κατανοήσῃ , κατανοέω observe well aor subj mid 2nd sg κατανοήσῃ , κατανοέω observe well aor subj act 3rd sg κατανοήσῃ , κατανοέω observe well fut ind mid 2nd sg κατανοήσῃ , κατανοέω observe well aor subj… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατανόησιν — κατανόησις observation fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατανόηση — η (AM κατανόησις [κατανοώ] το να κατανοεί, το να αντιλαμβάνεται κάποιος κάτι πλήρως και σαφώς («ἡ αὑτοῡ κατανόησις» η ενόραση, Πλωτίν.) νεοελλ. 1. η σωστή αντίληψη 2. φρ. «έχω κατανόηση» ή «δείχνω κατανόηση» καταλαβαίνω και σέβομαι τα προβλήματα… …   Dictionary of Greek

  • κατανοήσεως — κατανοήσεω̆ς , κατανόησις observation fem gen sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατανοήσῃ — κατανοήσηι , κατανόησις observation fem dat sg (epic) κατανοέω observe well aor subj mid 2nd sg κατανοέω observe well aor subj act 3rd sg κατανοέω observe well fut ind mid 2nd sg κατανοέω observe well aor subj mid 2nd sg κατανοέω observe well aor …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ВАСИЛИЙ ВЕЛИКИЙ — [греч. Βασίλειος ὁ Μέγας] (329/30, г. Кесария Каппадокийская (совр. Кайсери, Турция) или г. Неокесария Понтийская (совр. Никсар, Турция) 1.01.379, г. Кесария Каппадокийская), свт. (пам. 1 янв., 30 янв. в Соборе 3 вселенских учителей и святителей; …   Православная энциклопедия

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»