-
1 καταντηστιν
-
2 κατ΄...
-
3 καταντησιν
См. также в других словарях:
κατάντηστιν — (Α) επίρρ. απέναντι, καταντικρύ. [ΕΤΥΜΟΛ. < φρ. κατ ἄντηστιν, αιτ. τού ουσ. ἄντηστις «αντίσταση»] … Dictionary of Greek
κατάντηστιν — indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)