1 κατανθιζω
(στέμμα χρώμασι παντοδαποῖς κατηνθισμένον Diod.)
Древнегреческо-русский словарь > κατανθιζω
κατανθίζω — (Α) στολίζω με άνθη («στέμμα πομπικόν, χρώμασι παντοδαποῑς διαπρεπῶς κατηνθισμένον», Διόδ.) … Dictionary of Greek
κατανθεμώ — κατανθεμῶ, όω (AM) κατανθίζω*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ανθεμῶ (< ἄνθεμον), τ. που απαντά μόνο στο παρόν σύνθ. ρ.] … Dictionary of Greek