-
1 κατανθρακοω
тж. med. превращать в уголь, обугливать, сжигать(στέγην Aesch.; δέμας φλογιστὸν καὴ κατηνθρακωμένον Soph.)
-
2 κατανθρακιζω
См. также в других словарях:
κατανθρακώσομαι — κατανθρακόομαι aor subj mid 1st sg (epic) κατανθρακόομαι fut ind mid 1st sg κατᾱνθρακώσομαι , κατανθρακόομαι futperf ind mp 1st sg (doric aeolic) κατανθρακόω burn to cinders aor subj mid 1st sg (epic) κατανθρακόω burn to cinders fut ind mid 1st… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατανθρακεύσας — κατανθρακεύσᾱς , κατανθρακόομαι pres part act fem acc pl (epic ionic) κατανθρακεύσᾱς , κατανθρακόω burn to cinders pres part act fem acc pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατανθρακωθέν — κατανθρακόομαι aor part pass neut nom/voc/acc sg κατανθρακόω burn to cinders aor part pass neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατανθρακῶσαι — κατανθρακόομαι aor inf act κατανθρακόω burn to cinders aor inf act … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)